.

.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

Nάγια Ρούσου Ονειροκρύπτωση






Βιβλιοπαρουσίαση

Νάγιας Ρούσου  Ονειροκρύπτωση

Στη δαψιλή και πολύπτυχη εργογραφία τής δρος Νάγιας Ρούσου, εκτός από τη συστηματική επιστημονική της εντρύφηση στα ΜΜΕ, αλλά και την εκλαϊκευτική της προσέγγιση για την εκπαιδευτική κοινότητα και το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, την ενδιαφέρουσα τηλεοπτική κειμενογραφία και τα ευάριθμα δημοσιεύματά της σε έγκριτα ελληνικά και διεθνή έντυπα, καθώς και στον καθημερινό τύπο με μιαν πλειάδα άρθρων ποικιλόθεμης προβληματικής, στην πολύχρονη ακαδημαϊκή της πορεία και την πεντηκονταετή συγγραφική της δράση καταγράφεται και το πλούσιο λογοτεχνικό της έργο, διηγηματικό και ποιητικό. Όσον αφορά στο τελευταίο, η συγκομιδή απέδωσε την ευκαρπία δέκα ποιητικών συλλογών από το 1964 έως το 2013 με μεταφράσεις σε πολλές ευρωπαϊκές ή άλλες γλώσσες, βραβεύσεις και τιμητικές διακρίσεις τόσο στην Κύπρο όσο και πανελληνίως.
Αιφνιδιάζει, ίσως, ο τίτλος της νέας της συλλογής από τις εκδόσεις Εν τύποις, «κρυπτικός» στην ακριβολογική του έκφραση και εννοιολογικά αποκαλυπτικός ως προς τη λειτουργία του ονείρου στη δημιουργική του σύλληψη και την ποιητική του αποτύπωση. Καθόσον μια ολόκληρη μυθολογία θεοποιεί από την αρχαιότητα τον θαυμαστό και δυσεξήγητο κόσμο του ονείρου, αλλά και μια φιλοσοφική «ονειρολογία» με διάφορες ερμηνευτικές θεωρίες στα μεταγενέστερα χρόνια αποκρυπτογραφεί τους περίπλοκους νοητικούς ή μεταφυσικούς του μηχανισμούς και την πνευματική ή καλλιτεχνική μεταστοιχείωση των ενοραματικών του δυνάμεων, την επενέργειά του στον ψυχισμό του ανθρώπου και την καταλυτική του επίδραση στην καθημερινότητα του βίου του. Ο θεός Όνειρος, που τιμάτο στα ονειρομαντεία και τα Ασκληπιεία, ο αγγελιαφόρος του Δία για τα μέλλοντα να συμβούν και ο ταυτόσημος του Ύπνου από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Βιργίλιο και τον Οβίδιο μήπως δεν κατέχει τη ζωή μας, αφού το ένα τρίτο της το περνούμε κοιμώμενοι και ονειρευόμενοι;
Δικαίως η ποιήτρια προτάσσει στη συλλογή τον εκτενή της πρόλογο, προκειμένου να χαράξει στον αναγνώστη, πλην των δικών της αναφορών στις ονειρικές εκστασιακές της συλλήψεις, τους δικούς του δρόμους πρόσληψης των ποιημάτων ανάλογα με τις προσωπικές ονειρικές του εμπειρίες και μέσα από την υποδομή της ερμηνευτικής των ονείρων, παραπέμποντας από τον Αρτεμίδωρο και τον Φρόυντ μέχρι τον Γιουνγκ και τον Άντλερ, έως τον Ηοbson και τον Flanagan. Στη συνέχεια παραθέτει ενδεικτικά λογοτεχνικά έργα, που αναφέρονται σε όνειρα ή τα είχαν ως πηγή έμπνευσής τους και ως μεταφορική εμπειρία από την αρχαιοελληνική και αναγεννησιακή γραμματεία ώς τα έργα μεγάλων Αμερικανών και Άγγλων ποιητών, όπως και κάποιων δικών της παλαιότερων διηγηματικών εμπνεύσεων και ποιητικών συνθέσεων στην παρούσα συλλογή.
Στο πρώτο ομότιτλο ποίημα της συλλογής του πρώτου της μέρους η ποιήτρια μάς προϊδεάζει με αποφθεγματικούς και μαθηματικούς συμβολισμούς, που αποχρησμοδοτούν τη σημειολογία και την πεμπτουσία των «ονειροκρυπτικών» της ποιημάτων: «Ονειροχάρτης / Ονειροδείχτης / Ονειροκύηση και Αποκάλυψη / Διασταυρώνονται / Νύχτα και Μέρα===Ονειροκρύπτωση». Και καθώς για την ποιήτρια τα όνειρα δεν είναι παρά «φωτεινές αντανακλάσεις» για την αλήθεια της ψυχής, στην πολύστιχη σύνθεσή της, που επιγράφει «Ταυτότητες», στηλιτεύει την καταβαράθρωση στην αλλοτριωτική «Λήθη» των ονείρων, που τρέφουν τα αληθινά οράματα της ζωής, την Ανάμνηση και τη Μνήμη της ταυτότητάς μας. Για τούτο ως άλλη Πυθία ή Σίβυλλα προμαντεύει την επαλήθευση των προορατικών ονείρων: «ακούστε για τα όνειρα / της νύχτας, της υπνούπολης», προτρέποντας με τον τίτλο ενός άλλου ποιήματος: «Στα όνειρα η αλήθεια», όπου καταδικάζει την ένοχη σιωπή της «γυναίκας του Πιλάτου», που απεκδύθηκε το Χριστεπώνυμό της όνειρο.
Ωστόσο, το ποίημα «Ληθαργικά», όπως μας επεξηγείται προλογικά, όπου το «…όπλο / που εκτόξευε βέλη ύπνου / κι όλο γύρω μας / κορμιά αναίσθητα / απ’ τα Τούρκικα τόξα / να κοιμούνται το λήθαργο της αμνησίας», βασίζεται σε πραγματική ονειρική εμπειρία λίγα χρόνια μετά την εισβολή. Όπως και το τελευταίο εδώ ποίημα, που επιγράφεται «Υπερμνησία», όπου ο καθ’ ύπνους οραματισμός της ξυπνά εντός της «με τη γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων» και την «εντολή», σύμφωνα με τους ακροτελεύτιους στίχους: «Λόγος ζωντανός / ιστός ακέραιος, / λόγος Ελληνικός / πάντα μέσα μου».
Τα άλλα τρία μέρη της συλλογής, που επιγράφονται «Σταλαγμίτες – Εκ βαθέων», «Λέτε νάχει ξεμείνει» και «Παραμένουμε ποιητές», διαπνέονται από βαθύ φιλοσοφικό στοχασμό και ασθματικούς τόνους υπαρξιακής αγωνίας για τις καθημερινές έγνοιες και τις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου, καθώς και τη μοίρα της πατρίδας μας. Αντί άλλου επιλόγου αποσπούμε κάποιους σημαδιακούς στίχους από την «Έρημη πόλη» της: «Η βρύση χτικιάζει, / δε νοιώθουμε δίψα / ο βορράς σιωπά / κι εμείς πια / μόνο Νότος».


Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου