.

.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014




Βιβλιοπαρουσίαση

Δημήτρη Καραγιάννη  Ντεφόλ

Ένα από τα πρόσφατα βιβλία που αγάπησα, διάβασα και ξαναδιάβασα είναι η καλογραμμένη νουβέλα του Δημήτρη Καραγιάννη με τον τουρκόφωνο τίτλο Ντεφόλ, που όπως προϊδεαστικά επεξηγεί ο συγγραφέας σημαίνει «χάσου από ’δω», «πήγαινε στ’ ανάθεμα». Ωστόσο, στο ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστορηματικό αφήγημα, που έτυχε ένθερμης υποδοχής την περσινή χρονιά, το ανάθεμα εστιάζεται όχι μόνο στην τυφλή μισαλλοδοξία και την ωμή βία του Τούρκου κατακτητή απέναντι στον από αιώνων ελληνικό πληθυσμό της Μικρασίας, αλλά και γενικότερα ξορκίζει τα δεινά του πολέμου και του ξεριζωμού, το ξεκλήρισμα μιας ολάκερης ζωής με την απώλεια της πατρίδας και της πατρογονικής εστίας. Γιατί ό,τι συνέβη στην προκυμαία της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 επαναλήφθηκε κάτω από άλλες ιστορικές συγκυρίες και διαφορετικές αλλά και παραπλήσιες συνέπειες τις αποφράδες μέρες του Ιούλη και του Αυγούστου του 1974. Η βάρβαρη εισβολή και η ληστρική αρπαγή της δικής μας μισής πατρίδας από τον ίδιο αδίστακτο κατακτητή, αν δεν ανακινεί  την πιστή επανάληψη,  αναδεικνύει την προδιαγεγραμμένη ανακύκληση της τραγικής μοίρας του Ελληνισμού από τους τότε Νεότουρκους και Τσέτες έως τους νυν απογόνους τους κάτω από το απαράλλακτο προσωπείο των επιθετικών και επεκτατικών βλέψεων του οθωμανικού ηγεμονισμού.
Είναι για τούτο, πιστεύω, που ο Δημήτρης Καραγιάννης σε μιαν ώριμη ώρα της συγγραφικής του δημιουργίας θέλησε να μας δώσει τη συνέχεια του άλλοτε με το τότε και με το τώρα τού διαιωνιζόμενου δράματος της Κύπρου. Εδώ όπου κατοικεί μόνιμα για αρκετά χρόνια, σμίγοντας τις πικρές εμπειρίες του τόπου μας με εκείνες των Μικρασιατών προσφύγων στον γενέθλιό του μητροπολιτικό χώρο. Από τις παιδικές του μνήμες σε ένα γειτονικό προσφυγικό συνοικισμό της Κυψέλης, καθώς γράφει στο προλογικό του σημείωμα, μαζί με αυθεντικές μαρτυρίες προσφύγων, εμπλουτισμένες με άλλες νοσταλγικές αφηγήσεις και χωρίς, βεβαίως, να έχει ο ίδιος άμεσα προσωπικά βιώματα από τη Μικρασιατική καταστροφή, είναι εμπνευσμένο το ιστορικό του πεζογράφημα. Ένα ευανάγνωστο λογοτεχνικό έργο, όχι απλώς ένεκα της συντετμημένης έκτασης και της αφαιρετικής του πρόσληψης, αλλά και χάριν του γλωσσικού μέτρου της πυκνής δωρικής λιτότητας και της πειστικής ρεαλιστικής του έκφρασης. Τόσο, που μέσα από τις ζωηρές περιγραφές μιας παραστατικής εικονοπλασίας, τα γοργά κινηματογραφικά στιγμιότυπα και τις ασθματικές ψυχογραφικές αποτυπώσεις, μας φέρνει ολοένα και πιο κοντά στο προσκήνιο των αφηγηματικών δρώμενων: από την πυρπολημένη αιμάσσουσα Σμύρνη τού κατατρεγμού και της φυγής μέχρι την προκυμαία της σφαγής και της ατίμωσης, του πανικού και της απόγνωσης, αλλά και της ελπίδας για τη λυτρωτική αναχώρηση στην Ελλάδα της επιβίωσης.
Το αφήγημα αρχίζει και τελειώνει κυκλικά με την τριτοπρόσωπη αφήγηση στις πρώτες και τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου γύρω από τη ζωή της κεντρικής ηρωίδας του στα κατοπινότερα «πέτρινα χρόνια» της προσφυγιάς, του μεγάλου πολέμου και της κατοχής, καθώς και της ταραγμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας· ενώ στο κύριο σώμα της αναδρομικής πλοκής των μυθοπλαστικών ιστορικών του δρώμενων, όπως σημειώνει στο εισαγωγικό του σχόλιο ο Πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο κ. Βασίλης Παπαϊωάννου, «εξαφανίζοντας» εντελώς τον ρόλο του συγγραφέα μέσα από την πρωτοπρόσωπη εξιστόρηση της πρωταγωνίστριάς του, ο συγγραφέας εξαντικειμενικεύει συνεκδοχικά τη συλλογική μνήμη της μεταομηρικής ή μεταευριπίδειας νεότερης «Ιφιγένειας εν Σμύρνη».
Οι ονοματολογικοί συμβολισμοί, επομένως, των κύριων προσώπων, της Ιφιγένειας και του Μενέλαου, παραπέμπουν από την Ομηρική εποχή στις αλγεινές δοκιμασίες της διαχρονικής θυματοποίησης του Ελληνισμού και τις ανεκπλήρωτες αγωνιστικές του θυσίες. Το συναπάντημα των δυο πρωταγωνιστών συντελείται όχι στα ευτυχισμένα χρόνια της κοσμοπολίτικης Σμύρνης της Ιστορίας και του θρύλου, αλλά στις εναγώνιες στιγμές του άγριου κυνηγητού και του επικείμενου ξεριζωμού από τα χώματα της Ιωνίας. Η κοινή μοίρα που τους ενώνει, αφού και οι δυο είδαν τους δικούς τους να σφαγιάζονται και να αιχμαλωτίζονται από τη μαινόμενη βαναυσότητα των Τούρκων στρατιωτών, θα αφήσει μαζί τα ανεξίτηλα σημάδια του αιώνιου χωρισμού τους. Εκείνος θα ξεψυχήσει αιμόφυρτος από την τουρκική θηριωδία, ενώ εκείνη με τις ανεπούλωτες πληγές θα επιβιβαστεί στο πλοίο για την Ελλάδα του ξεριζωμού της. Εκεί όπου θα μονολογεί μέσα στο βουβό κλάμα της αδικαίωτης διαμαρτυρίας της: «Δεν θρηνώ μόνο γιατί μας καταστρέψανε· θρηνώ πιο πολύ γιατί σκοτώσανε το όνειρο, θρηνώ πιο πολύ γιατί μας κόψανε τις ρίζες μας, γι’ αυτό θρηνώ πιο πολύ από όλα, γιατί οι ρίζες είναι που δίνουν ζωή στα δέντρα για να μεγαλώσουν, να πετάξουν φύλλα, να βγάλουν αργότερα καρπό».
Το Ντεφόλ του Δημήτρη Καραγιάννη είναι μια άλλη ζωντανή κατάθεση του Αισχύλειου μνησιπόμονος πόνου για τις χαμένες πατρίδες της φυλής και του ακατασίγαστου νόστου μας.


©  Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου