.

.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014




Βιβλιοπαρουσίαση

Νάσας Παταπίου  Φασγάνου δίχα

Ποτέ δεν είναι παράκαιρη μια ποιητική συλλογή με διαχρονικό και μεστό περιεχόμενο, έστω κι αν τη χωρίζει κάποια χρονική απόσταση από τη δημοσιοποίησή της. Ο λόγος περί του αξιόλογου ποιητικού έργου της αγαπητής μας ποιήτριας και Ιστορικού ερευνήτριας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Νάσας Παταπίου, που κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2009 από τις εκδόσεις Αιγαίον.
Η συλλογή, που τιτλοφορείται Φασγάνου δίχα είναι η δεύτερη ποιητική της δημιουργία μετά Το Φωνήεν σώμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1988 και που τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο αρχαιοπρεπής τίτλος δεν είναι, απλώς, σημειολογικά προϊδεαστικός των 21 ποιημάτων της συλλογής, αλλά και συμβολικά συνδηλωτικός της τραγικής μοίρας του τόπου μας, που μάχεται «φασγάνου δίχα» από τα πανάρχαια χρόνια ενάντια στην προδοσία, τον δόλο και την υπεροπλία των κατά καιρούς κατακτητών. Ευστόχως η ποιήτρια μυθοποιεί αλληγορικά και απομυθοποιεί ιστορικο-ποιητικά την αποφθεγματική φράση μέσα από το δίστιχο της Σοφόκλειας τραγωδίας: «γυνή δε θήλυς φύσα κοὐκ ανδρός φύσιν, μόνη με δη καθείλε φασγάνου δίχα», θα ομολογήσει ο Ηρακλής ηττημένος από τη Δηιάνειρα, παραπέμποντας στην επινοητική αγωνιστικότητα του ελληνικού ήθους σε αντιπαραβολή με την αρχαϊκή ησιόδεια μορφή της πολεμόχαρης γυναίκας, κατά την ετυμολογική προέλευση του ονόματός της. Το θέμα της προσφυγιάς προσέτι και η Κύπρις, κεντρικός ιστός στην ερωτική τραγωδία των δύο πρωταγωνιστών, συνυφαίνουν συνειρμικές προεκτάσεις και σημεία κορύφωσης στον ποιητικό αυτό καμβά, τον φιλοτεχνημένο με τα ποικιλόχρωμα νήματα μιας αριστοτεχνικής ποιητικότητας.
Αντιστικτικά εμβληματικό και το σχέδιο του εξωφύλλου, που εξεικονίζει τη μεσαιωνική συγγραφέα και ποιήτρια του μύθου και της Ιστορίας Χριστίνα ντε Πιζάν, ηρωίδα ενός εκ των ποιημάτων, που προφανώς αντιπαρατάσσει στο φονικό φάσγανο τα ειρηνόφιλα σύνεργα του μελανοδοχείου και της δημιουργικής της γραφίδας. Αλλά δεν είναι μόνο την Ενετοπαρισινή αυτή, πρώτη επαγγελματία γυναίκα συγγραφέα και πρόδρομη του φεμινισμού, που παραστατικά επικαλείται. Αν ο Ελύτης δικαιωματικά αποκαλεί τον εαυτό του «μακρινό εξάδελφο» της Σαπφούς, η δική μας ποιήτρια παρακαλεί να καταστεί «ιέρεια του ναού της», εφόσον το «γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» της Σαπφικής λυρικής ποίησης, εμπνέει την πλημμυρίδα των γυναικείων ερωτικών της συναισθημάτων.        
Ωστόσο, και άλλες ξεχωριστές μορφές, που σχετίζονται άμεσα με τις ιστορικές παρακαταθήκες, τις πολυκύμαντες καμπές και τα πεπρωμένα της Κύπρου, αναδεικνύουν τα μακρόστιχα ώς επί το πλείστον πλην ολιγοσύλλαβα ποιήματα της συλλογής. Ποικιλότροπες γλωσσικές υπομνήσεις τοπωνυμίων, πρόσωπα και δρώμενα της Ιστορίας και του θρύλου μέσα από τις καταγραφές των Χρονογράφων μας και απαράγραπτες μνήμες προφορικών παραδόσεων από τους αιώνες, κυρίως, των Φράγκων και των Ενετών, ίσαμε  την πρώτη και τη δεύτερη Τουρκοκρατία της σημερινής κατοχής της πατρίδας μας μαρτυρούν την ανεξίτηλη σφραγίδα της αθάνατης ελληνικότητάς της.
Εξ υπαρχής αποκαλυπτικά μιας τέτοιας πάλλουσας πατριδογνωσίας και  ιστοριογραφίας τα πρώτα τρία ποιήματα, που διαρρέει ένας πακτωλός συμπυκνωμένης ποιητικής ουσίας: «Η Ελλάς ζει» αναφωνεί ελπιδοφόρα στον ακροτελεύτιο στίχο του πρώτου, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο με τοπωνυμική αυτογνωσία μνημοτεχνικής επαναφοράς και επίγνωση της γλωσσικής της ταυτότητας υπομιμνήσκει: «Κάθομαι και ασκώ τη μνήμη μου / Ασκώ τη μνήμη μου / Να μην ξεχνώ». «Μες στα βαθιά πηγάδια / Ν’ ακούσω τον αντίλαλο / Φίλτατο φώνημα της γλώσσας μου».
Με την απαραχάρακτη και επώδυνη αυτή μνήμη και με την αναλλοίωτη φωνή της γλωσσικής της καλλιέπειας δεν απαθανατίζει μόνο οικισμούς της γενέτειράς της τής Καρπασίας, καθώς και άλλους τόπους   της πατρώας γης. Μέσα από τα κατάλοιπα των ερειπίων και των αναφορών τους και με τα μαγικά φίλτρα της υψηλής τέχνης της Ποιήσεως η Παταπίου μεταστοιχειώνει σε ζωντανούς συνοδοιπόρους και συνομιλητές της ξεχασμένες ή άγνωστες μορφές της Ιστορίας τους, όπως: τον Φλώριο Βουστρώνιο, τον Στέφανο Λουζινιάν και την πρόγιαγιά του Ισαβέλλα, τον εικοσαετή Λεονάρδο, τον ερωτομανέστατο Πέτρο, τη Σουηδή Βιργίτη των Αποκαλύψεων με τις φοβερές της προφητείες για την Αμμόχωστο και σύμφωνα με τα ομότιτλα ποιήματα τον «Ιερώνυμο Maggi» και την «Άννα Λουζινιάν» ή τη θρυλική νεράιδα των πύργων και των κάστρων «Μελουζίνη», που την είπαν μικρή αδελφή της.
Από τους σφριγηλούς και συνάμα τρυφερούς στίχους της ποιήτριας, που συνοδεύονται από τις κραδαίνουσες χορδές μιας ξεχωριστής ευαισθησίας, αναπηδά το πάθος του έρωτα ως ορμητίας ίππος, αλλά και ο πόθος της άδολης αγάπης σαν το πρωτόγνωρο μητρικό χάδι. Για τούτο, άλλοτε θέλει να πετάξει «Ασάνδαλη» με τον φτερωτό ίμερο, «κομίζοντας τα οιστρογόνα / του έρωτα» και άλλοτε ως «Θαυματοποιός του έρωτα» και ως άλλη Πλατωνική Διοτίμα προμηνύει την παιδαγωγία της ανθοφορίας του.
Το βαθύτερο, όμως, αίσθημα, που μας διαπερνά, εντρυφώντας στα ποιήματα της Νάσας Παταπίου με μια μελέτη Ποιητικής της Ιστορίας ή μυθοπλαστικής ιστορικής Ποίησης είναι ο ασίγαστος έρωτας της «Γενέθλια[ς] Πόλ[ης]», κατά το ομώνυμο ποίημα και ολάκερης της θαλασσοαιματωμένης Πατρίδας. Έτσι, μέσα από την προσωπική λεπταίσθητη γραφίδα των ποιητικών ειρμών και των βαθυστόχαστων συνειρμών της η φωνή της γίνεται το εύλαλο ηχείο αναμετάδοσης του Οδυσσειακού της νόστου. Ανυπότακτη και ανατρεπτική επιχειρεί ενάντια στο ρεύμα και στον αντίξοο άνεμο των ανάλγητων πειρατών τον δικό της «Ανάπλου», διεκδικώντας τις ρίζες της,  το χώμα που την ανέθρεψε και δηλώνοντας αυτοφυής λευκή ανεμώνη. Κι άλλοτε πάλι, ακραιφνής Ελληνίδα, απεγκλωβίζοντας τα ελληνικά της φωνήεντα μαζί με τα Ομηρικά σύμφωνα της παρήχησής της και με τον Αισχύλειο μνησιπήμονα πόνο του ανεκπλήρωτου ονείρου επικαλείται τη μάνα Ελλάδα: «Στο ακρωτήριο Δεινάρετο / Έλα Ελλάς / Έλα κυμάτισέ με».
Αντί άλλου επιλόγου για τη μακρόπνοη ποίηση της Νάσας Παταπίου, την υψηλά ανεβασμένη στην Καβαφική σκάλα, παραθέτουμε τον υποβλητικό επίλογο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής της, που παραληρεί με Σολωμικούς και Ελυτικούς  απόηχους· ωστόσο, ενδεικτικού της φασγάνου δίχα καθήλωσής μας: «Προς τα Νερά τα Σέλενα / Τόσο φως τόση πορφύρα / Τόση κυανή τρικυμία / Τόση θαλπωρή τέτοια όψη / Τέτοια αιχμηρότατη κόψη / Αυτή είναι αυτή είναι / Αναφώνησα / Και η ανάσα μου / Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα».

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                   

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου