.

.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014



Βιβλιοπαρουσίαση

Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους  Μεσόγης  Ανάθημα
Όταν οι θύμησες ξυπνούν…

Ο Ανδρέας Σοφοκλέους  με το βιβλίο του υπό τον τίτλο Μεσόγης Ανάθημα, που εκδόθηκε την περσινή χρονιά, εμπλουτίζει όχι μόνο τη λογοτεχνική μας αφηγηματογραφία, αλλά και τις λαογραφικές βιβλιογραφικές πηγές για τα χωριά της κυπριακής υπαίθρου. Οι ενδιαφέρουσες αφηγηματικές του ιστορίες, εμπνευσμένες από τη γενέτειρά του, συνθέτουν μιαν πανοραματική τοιχογραφία, οι πολύχρωμες ψηφίδες της οποίας προσθέτουν τις δικές τους διακριτές μορφές στον παλιό εκείνο αρχοντικό «κόσμο της Κύπρου», που ζωντανεύει ο μνημειώδης πίνακας του Διαμαντή.
Ο συγγραφέας με τον λόγο του δικού του χρωστήρα έρχεται να καταθέσει τον αξιέπαινο οβολό του στο αρχείο της μνήμης μέσα από τις παιδικές και εφηβικές του αναμνήσεις, καθώς και τις παράλληλες αφηγήσεις επιζώντων, για να μη χαθούν στη σκόνη της λήθης. Όπως πληροφοριακά σημειώνει στον πρόλογό του, οι βιωματικές αυτές ιστορίες διαδραματίζονται στις δεκαετίες του 1940 και 1950, όπου οι άνθρωποι «ζούσαν ακόμα την πρωτογενή φάση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, κάτω από τη σκληρή Βρετανική αποικιοκρατική διακυβέρνηση», συνιστώντας έτσι μιαν άτυπη, αλλά και τόσο ευάρεστα εύληπτη κοινωνιολογική μελέτη της εποχής για ένα παραπλήσιο χωριό της Πάφου με τις δικές του κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τις οικιακές, αγροτικές και επαγγελματικές ενασχολήσεις και περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες.
Παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τις πρώτες αυτοβιογραφικές σελίδες γύρω από τον «Πάγκο» του υποδηματοποιού πολυπράγμονα πατέρα του και συνάμα ταχυδρομικού πράκτορα, Κοινοτάρχη και Προέδρου της Σχολικής εφορείας, καθώς και γύρω από την κλίνη της ανάπηρης «Μητέρας» του, σύμφωνα με τους τίτλους των αντίστοιχων αφηγημάτων. Από τη χορεία των συγγενικών του προσώπων δεν λείπουν, ασφαλώς, η γιαγιά και η δεύτερή του μάνα «Η Ιουλιανή», η  εξαδέλφη του «Η Μάρω», που έφυγε στα 17 της χρόνια, «Ο θείος Ευριπίδης» με τη φιλοσοφική και θυμοσοφική διάθεση. Οι λεπτοφυείς χαρακτηρολογικές περιγραφές των σωματικών και ψυχικών φυσιογνωμικών τους στοιχείων, οι ιδιορρυθμίες και οι συναισθηματικές τους αντιδράσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους, οι αποτιμήσεις των συνηθειών και των ασχολιών τους, καθώς και οι διαπροσωπικές τους σχέσεις με τους συγχωριανούς φιλοτεχνούν τις πινελιές και τις φωτοσκιάσεις στην προσωπογραφία τους. Είναι, όμως, και οι άλλοι, οι αυτόχθονες τύποι του χωριού και οι ξένοι του κάτοικοι, που εγκαταστάθηκαν εκεί κάτω από διάφορες συγκυρίες, καθώς και  όσοι πέρασαν από τη Μεσόγη, το μεταιχμιακό εκείνο μέρος από το Κτήμα προς την Πόλη της Χρυσοχούς, αφήνοντας έντονα τα χνάρια και ανεξίτηλη τη θύμησή τους.
Ο Σοφοκλέους δεν παραλείπει και άλλες αξεθώριαστες αναμνήσεις από τα    σχολικά του χρόνια του Δημοτικού και του Γυμνασίου, τις ξέγνοιαστες καλοκαιρινές διακοπές και τις σκανδαλιάρικες πονηριές των συνομηλίκων, καθώς και την εθνική δράση της πολύτιμης συνεισφοράς τους στον Αγώνα. Στο αφήγημα «Το κουλούρι, το τυρί και ο όρκος» πρόκειται για τον ιερό όρκο της ΕΟΚΑ, που οι δεκαεπτάχρονοι εκείνοι μαθητές, ενταγμένοι στους σκοπούς της Οργάνωσης, για μην ανακαλυφθούν από τους Εγγλέζους, πράττοντας το απαράβατό τους χρέους, αναγκάστηκαν να τον καταπιούν, πράξη που παραπέμπει στη ρήση της «Αποκάλυψης»:  «καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό». Άκρως συγκινητικά τα όσα επιμαρτυρεί και μνημειώνει εδώ ο συγγραφέας: «Έτσι ο όρκος της ΕΟΚΑ μπήκε για καλά μέσα μας, έγινε μέρος του είναι μας και μας υπενθύμιζε πάντα το χρέος και το καθήκον μας προς την πατρίδα». Εκτός από τις σελίδες αυτές, ενδεικτικές των αγνών πατριωτικών ιδανικών της μαθητιώσας νεολαίας στον επικό μας Αγώνα, είναι και άλλες σημαντικές από την τοπική ιστορία της Πάφου, όπως «Η Εκκένωση» κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και  «Ο σεισμός του 1953». Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου το αφήγημα «Ο Πάπουτσος και τα Χασαμπουλιά» αφορμάται από τη δράση τριών Τουρκοκυπρίων φυγόδικων ληστών και φονιάδων από τα Μαμώνια, που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος  στα ορεινά χωριά της Πάφου κατά τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα.
Ο Ανδρέας Σοφοκλέους με το Μεσόγης Ανάθημα,  ένα πολύτιμο αποθησαύρισμα της μνήμης και των νεανικών του αναμνήσεων, που συνιστά αληθινή κατάθεση  ψυχής  ανάμεσα σε μιαν πλειάδα άλλων σημαντικών του καταγραφών, μας κάμνει κοινωνούς του απαρέγκλιτου χρέους: να γνωρίσουμε αυτό τον κόσμο τον μικρό τον μέγα σε τούτη την αγαπημένη κώχη της πατρίδας, για να αναγνωρίσουμε και εκεί τις ρίζες και τις παραδόσεις της αυθεντικής μας ταυτότητας. 

 Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή      

         

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Το διηγηματικό έργο του Ανδρέα Καπανδρέου



[Αποδράσεις από τον κόσμο των φαινομένων
στο φαντασιακό πεδίο του αφανούς]

Από μόνοι τους οι τίτλοι των δύο βιβλίων του Ανδρέα Καπανδρέου, χωρίς τους διευκρινιστικούς τους υπότιτλους και δίχως τους σημειολογικούς ενδεικτικούς προϊδεασμούς στα οπισθόφυλλα, θα μπορούσαν εκ πρώτης όψεως να παραπλανήσουν πως πρόκειται για δελεαστικά εύληπτα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας το πρώτο και μεταφυσικού μυστηρίου το δεύτερου.
Ωστόσο, ξεδιπλώνοντας τις σελίδες τους, Το τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν από τις εκδόσεις Επιφανίου και Ο γιος της Μάγισσας από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, δεν είναι παρά τα αρχικά διηγηματικά κείμενα των αλλόκοτων διηγημάτων ή των αλλόκοτων ιστοριών, καθώς ο ίδιος διαφοροτρόπως τα υποτιτλίζει με τις συνώνυμες διευκρινίσεις της ειδολογικής τους κατάταξης. Και δικαίως, θα έλεγα, τους δανείζουν τους αντίστοιχους φερώνυμους τίτλους, όχι επειδή, απλώς, τα προτάσσει ο συγγραφέας, αλλά γιατί οι δυο αυτές αριστοτεχνικές νουβέλες δίνουν εκ προοιμίου τα καλύτερα διαπιστευτήρια της διηγηματικής του γραφής και μαζί τα μελλοντικά εχέγγυα για τη δημιουργία προσωπικής συγγραφικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που εν δυνάμει περιέχει το σπέρμα της ανθοφορίας και ευκαρπίας του είδους, αλλά και προοιωνίζει υποσχετικά τη μετεξέλιξή του σε συνθετότερες και περιπλοκότερες αρχιτεκτονικές δομές μυθιστορηματικής αποτύπωσης.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που τα δυο πρώτα αυτά διηγήματα ηχούν ως προανάκρουσμα ζωηρού αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα υπόλοιπα των βιβλίων· μήτε λόγω ποσοτικής έκτασης σε σχέση με τα περισσότερα των περιεχομένων τους τα απεκάλεσα νουβέλες, αλλά κατ’ εξοχήν λόγω των εσωτερικών ποιοτικών τους χαρακτηριστικών, ήτοι των εγγραφών της έκτυπης αφηγηματικής τους σφραγίδας: την ενδιαφέρουσα μυθοπλαστική τους πλοκή, τη δράση των προσώπων μέσα από γοργούς ρυθμούς συνεκτικών εναλλασσόμενων δρώμενων προώθησης του μύθου και την αποκρυπτογράφηση των θρυλικών ή ιστορικών πραγματολογικών τους στοιχείων σε ένα στέρεο υπόβαθρο αναφοράς και μέσα από μιαν παραστατική εικονοπλασία σκηνικής εκτύλιξης ή κινηματογραφικής ροής των επεισοδίων.
Η ειδοποιός διαφορά, όμως, που διακρίνει τόσο τα μυθογραφήματα αυτά όσο και τα άλλα της ευοίωνης διηγηματικής συγκομιδής του Καπανδρέου είναι λιγότερο η θεματική της σύλληψης, και κατά πολύ περισσότερο  ο αναπάντεχος αιφνιδιασμός από την επινοητική εξέλιξη και το ευφάνταστο τέλος των ιστοριών, που άλλοτε φιλοτεχνεί με αδρές περιγραφικές πινελιές και άλλοτε ζωντανεύει με λεπτοφυείς φωτοσκιάσεις και λεπταίσθητες ψυχογραφικές αποχρώσεις. Για τούτο και στον κατηγορικό προσδιορισμό των ιστοριών ως αλλόκοτων, κατά τον συγγραφέα, δεν επαληθεύεται η ετυμολογική έννοια του αλλόφρονος και παρανοϊκού, αλλά του ξενίζοντος και εξωπραγματικού. Στην αντιθετική διάσταση του αντικειμενικού εξορθολογισμού και της υπερβατικής προθετικότητας της υποκειμενικής συνείδησης κατά τη Φαινομενολογία του Husserl, αλλά και στη διαλεκτική τους σύνθεση θα απέδιδα τη συσχετική έννοια των ψυχογραφημάτων με την εξής υφολογική και θεματολογική διαστρωμάτωση: ένα αμάλγαμα από ασθματικούς μετεωρισμούς αστυνομικού κοινωνικού θρίλερ με εξπρεσιονιστικές συντέμνουσες και συγκοπτόμενους ήχους με αισθαντικές δονήσεις παρατεταμένων απόηχων, μεταιχμιακά διλήμματα και ανυποψίαστες ανατροπές επαναστατικών έως αιρετικών μυθοπλασιών και αληθοφανών συλλήψεων και ενίοτε ένα υπόστρωμα από πικάντικο χιούμορ με το διαβρωτικό αισθητήριο έξυπνων ευθυμογραφημάτων· έτσι που να επιβάλλει ή μάλλον να υποβάλλει με προσιδιάζοντες σκηνογραφικούς φωτισμούς τους δικούς του έντεχνους όρους παιγνιδιού σε «μια διαφορετική παρτίδα σκάκι», κατά το ομώνυμο διήγημα, και κερδίζοντας το τουρνουά μπροστά στα σχεδόν αμήχανα μάτια του συμπαίκτη του αναγνώστη. Γιατί ως εκ της διφυούς ιδιότητάς του θα συμφωνούσε απόλυτα με τον Βασίλη Αλεξάκη ότι ο συγγραφέας και ο αναγνώστης είναι συνδημιουργοί του βιβλίου άρα συμπαίκτες συνανάγνωσης στη μεγάλη λογοτεχνική σκακιέρα.
Αβίαστα, λοιπόν, προδικάζω ότι με προσφυείς προσαρμογές και επιμηκύνσεις προεκτάσεων κατά το Αριστοτελικό εικός και αναγκαίον ο διηγηματογράφος είναι έτοιμος να επιχειρήσει πιο μακρόπνοα έργα μυθιστορηματικής υφής ή μιαν πιο επιδέξια «βουτιά του δύτη» σε βαθύτερα νερά της λογοτεχνίας μας, για να χρησιμοποιήσω ξανά έναν από τους διηγηματικούς του τίτλους. Τοσούτω μάλλον εάν η ευρηματική γραφή επενδυθεί κατ’ αντάξια αναλογία με ένα ευφυέστερο και ευστοχότερο λεξιλόγιο, εμπλουτίζοντας τα εφόδια της γλωσσικής του σκευής. Και δεν εννοώ, ασφαλώς, να υποπέσει σε λεξιλογικές επιτηδεύσεις αχρείαστου εντυπωσιασμού εις βάρος της επικοινωνιακής αμεσότητας και μιας οιονεί σκόπιμης εκφραστικής φυσικότητας, παρά το ευθύβολο λεκτικό σασπένς της αναγνωστικής έκπληξης.
Πώς, εντούτοις, ο ίδιος στο «σημείωμα του συγγραφέα», που προτάσσει στο δεύτερο κατά σειράν εκδοτικό του εγχείρημα, μας παρουσιάζει τον τρόπο της συγγραφικής του δημιουργίας και την ευκταία πρόθεση πρόσληψής της από τον μέσο, προφανώς, έως τον επαρκή αναγνώστη; Επεξηγεί με αλκοολούχους συνειρμούς μεταφορικών σχημάτων και παραστατικούς φραστικούς υπαινιγμούς: «Τα διηγήματά μου τα παρομοιάζω με σφηνάκια λογοτεχνίας, που φτιάχνονται στο μπλέντερ του υπολογιστή, με την ανάμιξη του φανταστικού με τον πραγματικό κόσμο και γαργαλούν με καινούργια συναισθήματα το μυαλό. Θέλω να μεθύσω τον αναγνώστη με τα δικά μου σφηνάκια λογοτεχνίας. Να του προκαλέσω μια ζάλη ανατρεπτική, διαφορετική, αλλόκοτη, σχεδόν πρωτόγνωρη». Τέτοια τονίζει μεταξύ άλλων, αν και πιστεύω πως και χωρίς την αναγραφή των προδιαγραφών στα σφηνάκια του, θα επέτεινε τη γευστική περιέργεια με το άνοιγμα της διηγηματογραφικής αυλαίας.
Κατά έναν άλλο τρόπο ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας από τους σημαντικότερους στυλίστες και πλέον πνευματώδεις συγγραφείς μας του προπερασμένου αιώνος, είχε επιστρατεύσει τη μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή το «ανθυπνωτικόν φάρμακο» κατά τον ίδιον, που με πρωτοποριακά λεκτικά και νοηματικά τεχνάσματα αφύπνιζε τον αναγνώστη και κρατούσε σε εγρήγορση αμείωτο το ενδιαφέρον του. Ας μην ξεχνούμε, παρεμπιπτόντως, ότι ο ευφυολόγος αυτός κομψογράφος και «πνευματικός οδηγός» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, κατά τον Λίνο Πολίτη, υπήρξε μέγας βιβλιόφιλος και βιβλιοθηκάριος της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών. Θα εμμείνω στον Ροΐδη για δυο ακόμα παράλληλους μα και συγκλίνοντες συγγραφικούς βίους μεταξύ του αριστουργήματός του Η Πάπισσα Ιωάννα και του συγγραφέως του γιου της Μάγισσας: Αν το έκθετο παιδί τής ούτω καλούμενης Μάγισσας στο διήγημα είναι το αγόρι που μεγαλώνει σε γυναικείο πρώτα και ύστερα σε αντρικό Βενεδικτίνικο μοναστήρι του Μεσαίωνα ως αντιγραφεύς ιερών βιβλίων, κατ’ αντιστροφήν φύλων η Ιωάννα, μετά την περιπετειώδη περιπλάνησή της και καταφεύγοντας σε κοινόβιο μοναστήρι, αναλαμβάνει καθήκοντα αντιγραφέως, επίσης, των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Και αν ο μεν Αρμίνιος, όνομα που απαντάται στην ούτω καλούμενη «μεσαιωνικήν μελέτην» ή το «αντιχριστιανικόν και κακόηθες» μυθιστόρημα του Ροΐδη, ενδίδοντας σε σαρκική αδυναμία και καταπατώντας τους αυστηρούς μοναστηριακούς κανόνες ερωτεύεται τη Μαρία, κόρη εμπόρου περγαμηνών, κατ’ ανάλογο τρόπο η μοναχή Ιωάννα και ο Βενεδικτίνος μοναχός Φρουμέντιος υποκύπτουν στον αμοιβαίο τους έρωτα. Τόσο το ζευγάρι των μοναχών του Ροΐδη όσο και ο διηγηματικός εδώ ήρωας με την αγαπημένη του είτε συναντώνται εντός είτε εκτός του μοναστηριού, μετά την αποπεράτωση της αντιγραφής των Βιβλικών κειμένων φεύγουν μαζί κρυφά από το μοναστήρι.  
Ο Καπανδρέου, ωστόσο, όχι μόνο αξιοποιεί δημιουργικά κάποια θεματικά εναύσματα από την Πάπισσα, αλλά με εύστροφη ικανότητα κλώθει τα νήματα του δικού του διηγηματικού ιστού, συμπλέκοντάς τα με πραγματικά γεγονότα, που συνδέονται με άλλους μεσαιωνικούς θρύλους. Η γνωστή Βίβλος του Διαβόλου ή o ευμεγέθης Codex Gigas, που μεταφέρθηκε από μοναστήρι των Βενεδίκτων κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618 – 1648) και φυλάγεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, αποτελεί τη δεύτερη πηγή έμπνευσής του, καθώς η ηλεκτρονική της παραπομπή υποσημειώνεται στο τέλος του διηγήματος. Για το πολύκροτο έργο του Ροΐδη δεν γίνεται αναφορά όχι φυσικά λόγω απόκρυψης, αλλά, ενδεχομένως, για λόγους ανακάλυψης της αναγωγικής τους παραλληλίας ως προς τις γόνιμες προσομοιώσεις και τις δημιουργικές τους διαφοροποιήσεις. Οι ρητές βιβλιογραφικές αναφορές του Ροΐδη, που αδίκως κατηγορήθηκε για λογοκλοπή από έργα του Byron, Ηeine και άλλων, δεν συναντούν μόνο τις έμμεσες προκλήσεις ενός τέτοιου ανασκαφικού ενδιαφέροντος, αλλά και τις απροκάλυπτες συνδηλώσεις του Καπανδρέου στο βιβλιογραφικό του ιστολόγιο με τη σχετική ανάρτηση για την Πάπισσα Ιωάννα, το οποίο ομολογουμένως ανακάλυψα τυχαία μετά το πέρας της μελέτης μου για την αποψινή παρουσίαση. Το να αναζητεί κανείς πρότυπα και να αρύεται ιδέες από τον πλούτο της λογοτεχνικής μας παρακαταθήκης ουδόλως συνιστά αμάρτημα· απεναντίας, όταν δεν πρόκειται για αφελή αντιγραφή ή κακόγουστη συρραφή αναπαραγωγικής κατανάλωσης, αλλά μετενσάρκωση λογοτεχνικής αναδημιουργίας, αυτό αναδεικνύει τη δυναμική της ανανέωσης και της πρωτεϊκής αναδόμησης του έντεχνου λόγου. Και αν τα σημεία επαφής ως προς το περιεχόμενο της μυθιστορηματικής προϊστορίας της Πάπισσας διαγράφουν τον πρώτο παράλληλο βίο, τον δεύτερο σηματοδοτούν οι αποδοτικές μεταγραφές και οι απαιτητικές λογοτεχνικές μεταπλάσεις προσωπικού υφολογικού στίγματος. Εκτός και αν η διακειμενική μας αυτή αντιβολή για ομοιογενείς συνηχήσεις και γονιδιακές συγγένειες του λογοτεχνικού γενεαλογικού μας δέντρου εμπίπτει στη σφαίρα της μυστηριώδους συγκυρίας, που διαποτίζει με τα μαγικά της φίλτρα τα διηγήματα.     
Παρόμοια προσέγγιση σε διαφορετικά βιβλιογραφικά πλαίσια παρατηρείται και στο «τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν», της πρώτης νουβέλας του πρώτου βιβλίου του Καπανδρέου, όπως προαναφέραμε. Το μυστηριώδες πείραμα της Φιλαδέλφειας  ανατροφοδοτεί τις διηγηματικές σελίδες του συγγραφέα, καθώς συνάπτεται με ακατανόητα και δυσερμήνευτα επιστημονικά ή φανταστικά φαινόμενα: με την ανακάλυψη, τουτέστιν, των ενοποιημένων μαγνητικών πεδίων του μεγάλου αστροφυσικού και τις πραγματικές ή φαντασιακές επενέργειές τους στην εξαφάνιση του θρυλικού αντιτορπιλικού πλοίου Eldridge του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού υπό τη μεταγενέστερή του ελληνική ονομασία «Λέων» και που έδρασε αρχικά κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο κείμενο εντοπίζουμε στοιχεία αυτοαναφορικότητας, εφόσον ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος συμπίπτει σε  άμεση συσχέτιση ταυτοπροσωπίας με τον συγγραφέα, βρίσκει τυχαία στις σελίδες ενός βιβλίου που ταξινομεί μαζί με άλλα ως ασκούμενος βιβλιοθηκονόμος, «κάποια κιτρινισμένα, διπλωμένα φύλλα χαρτιού». Τα ξεχασμένα αυτά χαρτιά, που αποτελούν τα κατάλοιπα ενός ημερολογίου σε δυο χρονικές φάσεις προς το τέλος του μεγάλου πολέμου και που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια Αμερικανίδα, εισάγουν την τεχνική του εγκιβωτισμού· λογοτεχνική μεθοδολογία που ξανασυναντούμε σε ορισμένα άλλα διηγήματα με τη μορφή της αναδιήγησης εφιαλτικών ονείρων ή την αναπαράσταση τραγικών δρώμενων από τον αγώνα της ΕΟΚΑ μέσω επιστολής.
Σχολιάζοντας κάποιες θεματολογικές και τεχνικές παραμέτρους από τα πιο πάνω διηγήματα, σε συνδυασμό με μερικές, επιπλέον, διακριτές νύξεις, που συναντούμε και σε άλλα διηγηματικά κείμενα των δύο υπό εξέταση έργων, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε και έκδηλα αυτοβιογραφικά στοιχεία ως προς το επαγγελματικό πεδίο του βιβλιοθηκονόμου – συγγραφέα. Κατ’ αρχήν, «Ο γιος της Μάγισσας» εμπεριέχει χρήσιμες ιστορικές αναφορές παλαιογραφίας για περγαμηνές χειρογράφων και αντιγραφή βαρυσήμαντων κωδίκων, καθώς και τους χώρους φύλαξής τους σε παλαιότερα μεσαιωνικά, ως επί το πλείστον, μοναστήρια και δημόσιες, συνήθως, βιβλιοθήκες. Εξάλλου, «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν» μας πληροφορεί μέσα από τα διηγηματικά του συμφραζόμενα για τις ταξινομικές διεργασίες της βιβλιοθηκονομίας, τεχνικά προβλήματα στην αλλαγή λογισμικού στις βιβλιοθήκες, την έρευνα σε ηλεκτρονικούς καταλόγους, την απώλεια βιβλίων και για υπερπρονόμια, ακόμα, στους πανεπιστημιακούς καθηγητές ως προς τον ακαθόριστο αριθμό και χρόνο δανεισμού τους, στον βαθμό που να δημιουργούν  προσωπικές βιβλιοθήκες στα γραφεία τους. Στο προτελευταίο διήγημα της ίδιας συλλογής ο ταλαιπωρημένος διευθυντής ταξιδιωτικού γραφείου σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι δεν παραλείπει να επισκεφθεί την εντυπωσιακή βιβλιοθήκη της Ουαλλίας, από το πωλητήριο της οποίας αγοράζει «και ένα βιβλίο με την ιστορία της Βιβλιοθήκης, γραμμένο στα Αγγλικά αλλά και στα Ουαλικά, παρακαλώ!». Στο ακροτελεύτιο διήγημα του δευτέρου βιβλίου, που επιγράφεται με τον αλληγορικό τίτλο «Σιωπή» ή (Αντί επιλόγου) και που είναι εμπνευσμένο από το έργο, τη ζωή και τον θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, ο βιβλιοθηκονόμος – συγγραφέας αποδεικνύεται άριστος γνώστης του αντικειμένου του με την ευρηματική διηγηματοποίηση μιας πολυκύμαντης εργοβιογραφίας. Από την αφιέρωση, άλλωστε, της συλλογής μαθαίνουμε τον μέντορα της μύησης του, την ίδια τη συγγραφέα των μυστικών του βάλτου και των άλλων δημοφιλών νεανικών αναγνωσμάτων, που συνυφαίνουν το εργοβιογραφικό αυτό διήγημα. Από τα παραδείγματα συνάγεται η επιβεβαίωση του κανόνα ότι ο συγγραφέας κουβαλεί ανάμεσα στα σύνεργα των συγγραφικών του αποσκευών τις βιωματικές του εμπειρίες και τις τεχνογνωσίες των συστηματικών του επαγγελματικών ενασχολήσεων. Επιπλέον, αν η βιβλιοφιλία χαράσσει τον δρόμο για την επιλογή του λειτουργήματος της βιβλιοθηκονομίας, η αγάπη μαζί για τη λογοτεχνία σε συνδυασμό με το χαρισματικό ταλέντο της γραφής αναδεικνύει τον συγγραφέα – βιβλιοθηκονόμο κατά το παράδειγμα του Ανδρέα Καπανδρέου.  
Όσον αφορά στους θεματικούς πυρήνες των 27 διηγημάτων (ένα επαναλαμβάνεται με διαφορετική εκδοχή τέλους) στο corpus και των δύο βιβλίων, που αποτελούν παραπληρωματικές θύρες στην είσοδο του συγγραφικού κόσμου του Ανδρέα Καπανδρέου, κτισμένου με σύγχρονα υλικά μετανεωτερικής έως πρωτοποριακής  υφολογικής χροιάς, προσθέτουμε με σημειολογικές αποτιμήσεις τα εξής συμπληρωματικά: Γύρω από τους αφηγηματικούς άξονες και τους δραματικούς ή επικολυρικούς τους αρμούς περιστρέφονται γραφικές ιστορίες αιώνιας αγάπης και καθημερινά στιγμιότυπα ερωτικών δεσμών, συζυγικών σχέσεων και οικογενειακών καταστάσεων, επαγγελματικοί ανταγωνισμοί, εγκληματικές δράσεις από αόρατους εγκεφάλους του υποκόσμου και ξένους μετανάστες, ο ρόλος της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, υπαρξιακά ζητήματα ζωής και θανάτου και μεταθανάτιων εμπειριών, μοιρολατρικές στάσεις και συγκυριακές συμπτώσεις, καθώς και μεταφυσικές δυσεξήγητες ενοράσεις. Εξάλλου, το μακροσκελές διήγημα «Οι νεκροί στον πλανήτη Ογκλ» είναι μια καλοστημένη αλληγορία για τη ζωή σε άλλους πλανήτες, που μας θυμίζει τόσο τις ευφάνταστες προδρομικές αφηγήσεις του Ιουλίου Βερν όσο και το legendarium ή το μαγικό πλασματικό σύμπαν των λογοτεχνικών αριστουργημάτων φαντασίας του Τόλκιν.  
Η τεχνοτροπία προσέγγισης και διαχείρισης ενός τέτοιου πολυφασματικού θεματικού υλικού πρόσκειται στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά τον Τodorov ή μάλλον του μαγικού ρεαλισμού κατά τον Franz Roh, όπως προβάλλεται μέσα από τη λατινοαμερικάνικη, κυρίως, μυθιστοριογραφία και διηγηματογραφία του Gabriel Garcia Marquez, του Μario Vargas Llosa, του Jorge Luis Borges, αλλά και του Κινέζου  Μο Γιαν, βραβευμένων εκτός του Βοrges με το βραβείo Nόμπελ. Οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, διάσημοι συγγραφείς συγγενεύουν και επαγγελματικά με τον Καπανδρέου, ακολουθώντας ο μεν Γιαν σπουδές βιβλιοθηκονομίας και ο Βοrges ασκώντας καθήκοντα βοηθού βιβλιοθηκαρίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Η έννοια της ονειρικής ή μυθικής πραγματικότητας κατά τον Λεβί Στρος ως μιας άλλης υπερβατικής διάστασης του σύμπαντος, που ιχνηλατούμε κατά κόρον στα διηγήματα του Καπανδρέου, παραπέμπει στο Πράσινο σπίτι του Vargas. Η μυστηριώδης εξαφάνιση  από το ύποπτο μπαρ μιας νεαρής κοπέλας και η ύπαρξη πολλών εκδοχών για την τύχη της μας θυμίζει την εξαφάνιση από το μπαρ των τριών Αμερικανών αξιωματικών στο «τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν».
Οι οπτασίες, τα οράματα και τα φαντάσματα, πέραν των ονειρικών συνυφάνσεων του υποσυνείδητου κατά την ερμηνευτική των ονείρων του Freud, είναι θέμα της «έκτης αίσθησης», όπως εμφανίζεται στο ομότιτλο διήγημα του Καπανδρέου ή στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη «Εις το φως της ημέρας». Επομένως, δεν θα συμφωνούσα με την εκδοχή του «ανοίκειου» εντός ή εκτός εισαγωγικών, που όπως ελέχθη συνιστά πηγή έμπνευσης των διηγημάτων. Απεναντίας, το μαγνητικό πεδίο προβολής των  υπερλογικών διεργασιών του μυαλού και ο άυλος υπεραισθητός κόσμος των υπερφυσικών ή μεταφυσικών προσλήψεων είναι ο πιο οικείος χώρος του εγγενούς  ψυχικού συνειδέναι και του πνευματικού μας γίγνεσθαι. Σε έναν ελεύθερο χωροχρόνο αποδέσμευσης από νοητικές ή εγκεφαλικές προκατασκευές και προσοικείωσης με τα επέκεινα αφανή και αθέατα ή τα όντως όντα Πλατωνικά πρότυπα, τα φαινόμενα της εξωτερικής πραγματικότητας προσλαμβάνουν άλλες μορφές και μεταστοιχειώνονται στα πλάσματα της δημιουργικής φαντασίας· όπως ακριβώς τα μεταπλάθει η λογοτεχνία του παράδοξου και του ουτοπικού, του σουρεαλιστικού και παραισθητικού ή μαγικού ρεαλισμού. Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη ώς τον μύθο του σπηλαίου και την Πολιτεία του Πλάτωνα και από τις παραλογές των δημοτικών μας τραγουδιών ώς τα Οράματα και Θάματα του Μακρυγιάννη και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Ας μην αναζητούμε, λοιπόν, μόνο ξένα πρότυπα, για τον προσδιορισμό του είδους. Είναι για τούτο, πιστεύω, που ο δικός μας συγγραφέας Ανδρέας Καπανδρέου, πέραν των διαβασμάτων, των εμπειρικών ερεθισμάτων και των ευρύτερων γραμματολογικών επιδράσεων, κάνει τα προσωπικά ελληνογενή του βιώματα  αληθινή λογοτεχνία με τους ελκυστικούς τρόπους έκφρασης της δικής του επιλογής. Του ευχόμαστε να συνεχίσει απρόσκοπτος τη δημιουργική του πορεία, γιατί έχει απείρως πολλά και εκλεκτά να μας δώσει ακόμα.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

Αίθουσα Εκδηλώσεων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Στροβόλου
19η Φεβρουαρίου 2014                        

                                                        
  


Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014




Βιβλιοπαρουσίαση

Χριστόφορου Κελίρη  Ξενοκράτης προς Πλάτωνα
Απόδοση πνευματικών τροφείων στον αείμνηστο καθηγητή
Γεώργιο Φεγγουδάκη

Αν στο υπό τον ανωτέρω τίτλο αξιόλογο πονημάτιόν του ο παλαίμαχος  εκπαιδευτικός-συγγραφέας Χριστόφορος Κελίρης σημειώνει εισαγωγικά την «ετεροχρονισμένη προσπάθεια αναβίωσης και προβολής του προσώπου και της πνευματικής υπόστασης» του αείμνηστου φιλολόγου καθηγητή του Γεωργίου Φεγγουδάδη, με εξίσου απολογητικούς τόνους θα προσμετρούσα και το δικό μου «ετεροχρονισμένο» εγχείρημα παρουσίασης του αναθηματικού του αυτού βιβλίου, που εξέδωσε ήδη από το 2010. Επικαλούμαι, απλώς, δύο όχι ασήμαντους λόγους: την εσαεί επίκαιρη αναφορά του επιβεβλημένου χρέους σε άξιους στυλοβάτες δασκάλους, όπως υπήρξε ο μακαριστός εμβριθής και ρέκτης φιλόλογος Φεγγουδάκης, καθώς και την ολοκλήρωση 60 χρόνων από την πρόωρη εκδημία του.
Την αποτίμηση αυτή για την απότιση ύστατου φόρου τιμής στον επίσης καθηγητή της και συνεκδοχικά στο πρόσωπό του στον καταξιωμένο γενικότερα εκπαιδευτικό επιβεβαιώνει η εύπαιδευτος φιλόλογος Κούλα Παρασκευά, προλογίζοντας το έργο: «Είναι ένα καθρέπτισμα του πώς ο άξιος εκπαιδευτικός, οποιασδήποτε εποχής, αρκεί να ήταν κάτοχος αληθινής παιδείας, παίδευε και μόρφωνε τους μαθητές. Πρώτα κάνοντάς τους να τον αγαπήσουν (πλατωνικός έρως). Ύστερα επικοινωνώντας να μιλά στην ψυχή και να βαθαίνει και να αυξάνει το εύρος της γνώσης».
Του πλατωνικού δασκάλου, λοιπόν, γνήσιος πλατωνικός μαθητής ανεδείχθη ο Χριστόφορος Κελίρης ή άλλως Ξενοκράτης, όπως ο ίδιος με την τιμητική προσωνυμία τον προσφωνούσε. Αποτυπώνοντας με τα ευρηματικά σύνεργα της λογοτεχνικής του σκευής την παραστατική δύναμη της μεταδοτικότητας μέσα από τη μαιευτική μέθοδο της  Σωκρατικής διαλεκτικής, με την οποία τους δίδασκε τα Αρχαία Ελληνικά, επιλέγει την τεχνική του αναδρομικού φωτισμού (φλας μπακ). Έτσι,  στις  32 πρώτες σελίδες του κειμένου του μας μεταφέρει με τον μυθιστορηματικό φαντασιακό τρόπο του Γουέλς, ήτοι της «μηχανής του χρόνου»,  σε μιαν παλίνδρομη αφηγηματική εναλλαγή από το σήμερα των ιστορούμενων αναμνήσεων στο χτες των βιωμένων διδακτικών δρώμενων με πρωταγωνιστές το δίπολο δασκάλου-μαθητή και τανάπαλιν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διπλή οπισθοχωρητική εστίαση αναδιηγηματικής δραματοποίησης των πιο έντονων αναπολήσεων των Γυμνασιακών του χρόνων, εφόσον ο Ξενοκράτης, μαθητής τότε της Γ΄ τάξης της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου, εκστασιασμένος από την παράδοση απογειώνεται από το θρανίο, για να βρεθεί με τα φτερά της υποβλητικής φαντασίας ή μάλλον της λειτουργικής παιδαγωγικής αφύπνισης στην Αθήνα των φιλοσόφων και των ρητόρων. Καθώς με τη «μουσικότητα στην εκφορά του λόγου» και το ειρωνικό Σωκρατικό μειδίαμα ο σεβαστός τους δάσκαλος αισθητοποιούσε σκηνοθετικά τα κείμενα μέσα από την επαγωγική του διδασκαλία, παρόμοια ο μαθητής του συγγραφέας σκηνογραφεί με ζωηρά χρώματα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του αείζωου αρχαιελληνικού λόγου. Κατορθώνει, έτσι, να μας παρασύρει στην Αθηναϊκή Αγορά με την εμπορική κίνηση, τις φιλοσοφικές συζητήσεις και τις συνομιλίες από τους θαμώνες των καταστημάτων, για ν’ ακούσουμε τη φωνή του Λυσία στον «Υπέρ Αδυνάτου»: «Οι πλούσιοι, βέβαια, εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες, οι φτωχοί αναγκάζονται λόγω της φτώχιας τους να είναι φρόνιμοι». Στην Πνύκα μάς καθηλώνει ο Δημοσθένης με τον «Α΄ Ολυνθιακό» του και στο ορκωτό δικαστήριο της Ηλιαίας παρακολουθούμε τον Σωκράτη να εκφωνεί την «Απολογία» του, ονειδίζοντας τους τρεις του κατηγόρους. Προχωρώντας κάτω από τον Ιερό Βράχο «μπαίνουμε αθέατοι στη σπηλιά-δεσμωτήριο» κι αφουγκραζόμαστε πάλι τον Σωκράτη να υπενθυμίζει «ιεροτελεστικά» στον «Κρίτωνα»: «...μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων τιμιώτερόν εστιν η πατρίς…».
Ο θιασώτης, ωστόσο, μαθητής του ελληνικού πνεύματος και ο θαυμαστής συνάμα ενός αξιοθαύμαστου δασκάλου δεν παραλείπει να εγκωμιάσει, εκτός από την εμπεδωτική μέθοδο διδασκαλίας των γραμματικοσυντακτικών φαινομένων με προσφυή παραδείγματα, και άλλες αποτελεσματικές διδακτικές του προσεγγίσεις, όπως στο μάθημα της Βυζαντινής Ιστορίας και των Νέων Ελληνικών. Επιπρόσθετα, αναφέρεται στην ψυχή που έδινε στις καλλιτεχνικές και εθνικές εκδηλώσεις, καθώς και στην παιδαγωγική του στάση της αγάπης και της δικαιοσύνης προς τους μαθητές του.
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται η σκιαγράφηση του αξέχαστου Μικρασιάτη καθηγητή από έναν άλλο μαθητή του στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο, τον αείμνηστο Φοίβο Σταυρίδη, χαιρετισμοί και ομιλίες του, ένα ταξιδιωτικό του αφήγημα και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της κόρης του Ελένης Φεγγουδάκη.
Ο Χριστόφορος Κελίρης  ως Δάσκαλος προς Δάσκαλο, με την «απόδοση πνευματικών τροφείων», κατά την προσιδιάζουσα φραστική ανταπόδοση στον μεγάλο μέντορα παιδαγωγό του, θέλησε να τον απαθανατίσει, ζωντανεύοντας τον εκπαιδευτικό βίο και την παιδαγωγούσα πολιτεία του. Ένα ζωντανό παράδειγμα μίμησης στους νυν και στους επερχόμενους δασκάλους.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

                         

           

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014



Βιβλιοπαρουσίαση

Ιωάννη Ν. Παπανεάρχου  Γλυκυθυμία Ελληνοπρεπής
Ένα μνημειώδες ιστορικοφιλοσοφικό δοκίμιο ελληνοκεντρικής παιδείας

 Πολλά βιβλία έρχονται καθημερινά στο φως μιας εκτυφλωτικής, μάλιστα, δημοσιότητας, αλλά και παρέρχονται δίκην ηχηρών πυροτεχνημάτων ή κατ’ εύνοιαν λευκών αστέρων, για να σβήσουν μοιραία στη λήθη της θνησιγενούς τους αφάνειας. Λίγα, ωστόσο, έως ελάχιστα είναι τα μακρόπνοα εκείνα συγγραφικά πονήματα, που τύχη αγαθή περιέρχονται στα χέρια των ειδικών μελετητών και των επαρκών αναγνωστών ως έργα αναφοράς και καλλιεπή ευάρεστα αναγνώσματα, αλλά, κυρίως, ως εναύσματα ιστορικής μνήμης και εθνικής αφύπνισης. Διακριτή θέση κατέχει, αδιαμφισβήτητα, το έργο του γνωστού δοκιμιογράφου Ιωάννη Ν. Παπανεάρχου υπό τον εύφθογγο τίτλο Γλυκυθυμία Ελληνοπρεπής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με επάξια αθλοθεσία της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας.
  Στον προοιμιακό χαιρετισμό του σεπτού Ιεράρχη οι πηγαίες σκέψεις και τα ηδύπνοα αισθήματα από την εντρύφησή του στις 400 σελίδες τού καθ’ όλα άρτιου τούτου συγγραφικού αθλήματος αποπνέουν και τη δική μας στοχαστική διάθεση γλυκυθυμίας, που μεταπλάθεται αισθαντικά σε ελληνοπρεπή γλυκασμό παραμυθίας για τις ανεπούλωτες πληγές της διαχρονικής ιστορικής μας μοίρας. Μια τέτοια γλυκυθυμία ελληνογενούς αναζωογόνησης και ελληνότροπης αναβάπτισης διαπνέει  το «ιστορικό οδοιπορικό» ή άλλως «το μυθιστόρημα» αυτό, όπως εύστοχα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, που στον πρόλογο της αδιάσπαστης επικολυρικής του αφήγησης παραπέμπει στην πηγή του δανεισμού του: στον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος δανείζεται, επίσης, την γλυκυθυμία από τον Πλούταρχο, συνταυτίζοντάς την με τη «γλυκεία χώρα» του χρονογράφου μας Λεόντιου Μαχαιρά στο πολυδιαβασμένο ταξιδιωτικό του.
  Συγκεκριμένα, στην ιστοριογραφία της δικής του δοκιμιακής περιδιάβασης ο Παπανεάρχου μάς προκαλεί να τη διατρέξουμε απνευστί, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς της κατάτμησης σε αδρομερείς δομικές ενότητες, θεματικά κεφάλαια και επί μέρους υποκεφάλαια αναλυτικής και συνθετικής τεκμηρίωσης της ύλης, καταδεικνύοντας και μορφικά την αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας και της άφθαρτης ελληνοπρέπειας του τόπου μας, καθώς και τους αρραγείς αδιάπτωτους δεσμούς του κυπριακού και μητροπολιτικού Ελληνισμού. Έτσι, για την ταυτοποίηση και την ανά τους αιώνες αψευδή σφραγίδα του ακραιφνούς και αναλλοίωτου φυλετικού μας κυττάρου, που, ομολογουμένως, αμφισβήτησαν κατά καιρούς κάποιοι με επίσημες δηλώσεις τους, επικαλείται πάμπολλα παραδείγματα όχι μόνο ευρημάτων της αρχαιολογικής σκαπάνης, αλλά και κειμενικών αδιάσειστων τεκμηρίων της αρχαιοελληνικής, νεοελληνικής και ξενόγλωσσης σκαπάνης διαπρεπών συγγραφέων.
  Η πολυσέλιδη βιβλιογραφία, που επιτάσσεται του βιβλίου, συνοψίζει την ονομαστική πατρότητα των αναρίθμητων εμφαντικών παραθεμάτων, που όχι, απλώς, το διανθίζουν με ποικιλότροπες πολυειδείς αναγωγές, αλλά και αδιάτρητα ενισχύουν τη σκευή της επαγωγικής του επιχειρηματολογίας και της τελεολογικής του καταξίωσης. Τα αυτοτελή αποσπάσματα, που αρύεται ο συγγραφέας, κατά μείζονα λόγο, από τον οικείο του χώρο της Ιστορίας και Αρχαιολογίας, της Γλωσσολογίας και της Αρχαίας Γραμματείας, αλλά και ισοβαρώς από το ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο της νεότερης λογοτεχνικής μας δημιουργίας, συσσωματώνουν τις πολύχρωμες στέρεες ψηφίδες για τη δόμηση ενός πανοραμικού μωσαϊκού, όπου ο ελληνικός κόσμος της Κύπρου με τα έργα και τις ημέρες του συναντάται με τις αρχέγονες μορφές και τα θαυμαστά επιτεύγματα του ευρύτερου Ελληνισμού.
  Την ακατάπαυστη διαλεκτική της ψυχικής όσμωσης και της αείρροης πολιτισμικής διαπίδυσης κατόρθωσε ο συγγραφέας του εκτεταμένου αυτού δοκιμιακού δια-λόγου και κατά τούτο πρωτότυπου στην εμπνευσμένη σύλληψη της υφολογικής του δομής να αναδείξει μέσα από τα κομβικά σημεία τής καίριας συνύφανσής του: από τα μυθολογικά και προϊστορικά χρόνια στην Ομηρική Κύπρο των Αχαιών και από τον κλασικό αιώνα της Σαλαμίνιας εποποιίας στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο μέχρι τον εκχριστιανισμό και τη βυζαντινή εποχή, τις Αραβικές επιδρομές και την Τουρκοκρατία ώς την Αγγλοκρατία και τη νεότερη Κυπριακή Εποποιία του 1955 – 59 σφυρηλατείται ο ακατάλυτος συνεκτικός ιστός τούτου του αθάνατου Ελληνο – Κυπριακού καμβά.
  Εφόσον είναι αδύνατο στα πλαίσια μιας σημειολογικής αναφοράς να ανασύρουμε προσφυή παραδείγματα από όλες τις περιόδους του κοινού πολιτισμικού βίου Ελλάδας και Κύπρου, θα αρκεστούμε μόνο σε τρία ενδεικτικά των αέναων αυτών σχέσεων, χωρίς βέβαια τις αντίστοιχες διακειμενικές προσεγγίσεις και διαθεματικές προεκτάσεις, με τις οποίες η πολυεπίπεδη γνωστική αναζήτηση του συγγραφέα τα εμπλουτίζει σφαιρικά: Καθώς η άφιξη των Αχαιών στην Κύπρο οφείλεται στην εμπορία του χαλκού, η Ομηρική Οδύσσεια μεταστοιχειώνει ποιητικά το ιστορικό γεγονός με το ταξίδι ες Τεμέσην (Ταμασσό) της μεταμορφωμένης Αθηνάς σε Μέντη, για ανταλλαγή σιδήρου με χαλκό. Για αποσόβηση του περσικού κινδύνου ο Αθηναίος στρατηγός Κίμωνας εκστρατεύει στην Κύπρο και πεθαίνει «πολιορκών Κίτιον …νοσήσας», σύμφωνα με τον Πλούταρχο και του οποίου την αρετή εγκωμιάζει ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Μενέξενο. «Το ήθος της ελληνοπρέπειας», κατά τον συγγραφέα, όπως καταγράφεται συγκεφαλαιωτικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μνημειώνεται στις ηρωικές πράξεις των αγωνιστών του έπους της ΕΟΚΑ με αποκορύφωμα τη θυσία του Κυριάκου Μάτση και του Γρηγόρη Αυξεντίου.
  Ωστόσο, ανακαλώντας τα ποιήματα για την Κύπρο του Γιώργου Σεφέρη, που μέσα απ’ αυτά προέβλεψε τον επαναστατικό της ξεσηκωμό κατά του αγγλικού αποικιακού ζυγού,  ο Ιωάννης Παπανεάρχου υπογραμμίζει τα ακόλουθα σημαντικά, που αξίζει να παραθέσουμε αυτούσια, αντί άλλου επιλόγου στη σύντομη παρουσίασή μας της Γλυκυθυμίας Ελληνοπρεπούς του: «Και τούτη η πορεία γίνεται έντονα δύσβατη σαν καθρεφτίζει στο κάτοπτρό της το προνόμιο της ελληνοπρέπειας […]για τη μοίρα του Ελληνισμού, όταν αυτός διαμορφώνει το ιστορικό του πρόσωπο είτε ως μητροπολιτικός είτε ως απόδημος, και επί του προκειμένου, ως Κυπριακός Ελληνισμός».


Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                                 



Βιβλιοπαρουσίαση

Θεοκλή Κουγιάλη  Η φωνή εντός
Στοιχεία συγγραφικής αυτοαναφοράς και μυθιστορηματικής τέχνης

Τον Θεοκλή Κουγιάλη τον γνωρίσαμε, κυρίως, μέσα από τις παλαιότερες και νεότερες ποιητικές του δημιουργίες ως έναν καταξιωμένο ποιητή, μα και προ καιρού δοκιμάσαμε την έκπληξη της δόκιμης εφευρετικής του γραφίδας στον πεζό λόγο. Το παρόν λογοτεχνικό του έργο υπό τον τίτλο Η φωνή εντός, που ήλθε στο φως το 2011 από τις εκδόσεις Αιγαίον, χαρακτηρίζει ο ίδιος ως μυθιστόρημα. Ωστόσο, όχι απλώς, ως προς την αρίθμηση των 150 σελίδων του το βιβλίο θα δικαιολογούσε την κατάταξή του στο μεταιχμιακό είδος της νουβέλας, αλλά και τυπολογικά ως προς τα δομικά και εσωτερικά στοιχεία του περιεχομένου του: ήτοι, την αφήγηση σύγχρονων αληθοφανών γεγονότων, που εκτυλίσσονται γύρω από τον ιστό μιας λιγότερο πολυσύνθετης πλοκής αισθηματικών ιστοριών, οι όχι πολυάριθμοι πρωταγωνιστές των οποίων ζωντανεύουν σε εναλλασσόμενα σκηνικά αφηγηματικών και διαλογικών δρώμενων και μέσα από τις λεπτοφυείς ψυχολογικές εμβαθύνσεις των χαρακτήρων τους.
Παρόλα ταύτα, μήτε ο όγκος των σελίδων, μήτε η πολυκύμαντη ή περιορισμένη τοπική και χρονική έκταση, η πολύπλοκη ή απλή υπόθεση και η ψυχογράφηση των προσώπων θα προσδιόριζαν αμιγώς ένα είδος, που πατά με το ένα πόδι στο διήγημα και με το άλλο στο μυθιστόρημα. Έτσι, όσα από τα έργα του Παπαδιαμάντη, του Δροσίνη, του Κονδυλάκη, του Βενέζη και άλλων Νεοελλήνων δημιουργών μας, υστερογενώς θα εντάσσαμε στις νουβέλες, οι ίδιοι μάς τα παρουσίασαν ως διηγήματα.
Όποιο ειδολογικό στίγμα, λοιπόν, κι αν αποδίδαμε στο αξιόλογο τούτο πεζογράφημα του Κουγιάλη, που στον κεντρικό μυθοπλαστικό του άξονα συσσωματώνει μια σειρά εγκιβωτισμένων αυτοτελών διηγήσεων ή διηγημάτων, το ενδιαφέρον της κριτικής αποτίμησης εστιάζεται λιγότερο στην υπόθεση του συνόλου ή των επί μέρους αφηγήσεων και περισσότερο στη γενεσιουργή τους σχέση με τον δημιουργό τους. Ο συγγραφέας μέσα από αυτή την υπαρξιακή συσχέτιση και τον αυτοαναφορικό ρόλο  της ταυτότητάς του θέτει ζητήματα καίριας προβληματικής ως προς τη σύλληψη του θέματος, τη νοηματική απήχηση και το αισθητικό αποτέλεσμα της έντεχνης μυθιστορηματικής γραφής. Παράλληλα με την έμπνευση τον απασχολεί η μέθοδος διαχείρισης των συγγραφικών τρόπων και των λεκτικών μέσων, ώστε να προσεγγίσει τον αναγνώστη όχι επιδερμικά και στιγμιαία, αλλά να μοιραστεί μαζί του βιωματικές εμπειρίες και μνήμες, ενδότερες σκέψεις και αναστοχασμούς. Να τον κάμει ακόμα κοινωνό των ανησυχιών και των εναγώνιων αναζητήσεων του συγγραφέα, καθώς αγωνίζεται να στήσει και να συνθέσει το συγγραφικό του πόνημα, για να του το προσφέρει όχι μόνο προς τέρψη αλλά και βαθύτερο προβληματισμό. Ο αγώνας αυτός και η ανειρήνευτη  πάλη του συγγραφέα και ευρύτερα του όποιου δημιουργού ευστόχως αποτυπώνεται μεταφορικά σε κάποια σελίδα του βιβλίου: «…αισθάνομαι σαν μεταλλωρύχος. Ανοίγω υπόγειες στοές, γαλαρίες, αναζητώντας φλέβες χρυσού. Έγινα ένας δαιμονισμένος χρυσοθήρας».
Εύλογα, επομένως, το ψυχογράφημα τούτο με μυθιστορηματικές αξιώσεις τιτλοφορείται η φωνή εντός, χωρίς την κτητική αντωνυμία οποιουδήποτε προσώπου, για να παραπέμπει στον κάθε συγγραφέα, που δανείζει ταυτόχρονα τους ενδόμυχους κραδασμούς της φωνής του στις μυθοποιητικές περσόνες των φαντασιακών ή / και ανεστραμμένων εξιστορήσεών του. Είναι η φωνή, που όταν αναδύεται από τα κατάβαθα της ψυχής και του ψυχισμού του, συγκροτείται σε έναρθρο λόγο, για να επενδύσει συναισθήματα και μηνύματα διαλεκτικής επικοινωνίας με τον αναγνώστη μέσω των ηρώων του. Και κεντρικός ήρωας εδώ είναι ένας απαιτητικός και ανικανοποίητος συγγραφέας, που μέσα από αλλεπάλληλες συγγραφικές απόπειρες και βασανιστικές δοκιμασίες αναζητεί το δικό του συγγραφικό έρεισμα και το πεδίο της καλύτερης για τον ίδιο συγγραφικής έκφρασης. Ο πραγματικός συγγραφέας αισθητοποιεί βιωματικά τον κειμενικό μυθιστορηματικό του ήρωα στον ανώτατο βαθμό της συνταύτισής τους, όπως ταυτοποιεί με τη σφραγίδα της προσοικείωσής τους τις επινοημένες ιστορίες ή τις προσωπικές του αναμνήσεις, που καταγράφει με οιονεί αυτοβιογραφική αποτύπωση.
Έτσι παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον στιγμιότυπα της καθημερινότητάς του ύστερα από μια περίοδο απραξίας λόγω κατάπτωσης, σύνδρομο και αυτό της συγγραφικής κόπωσης. Οι πειραματικές δοκιμές σε διάφορα είδη γραφής και θεματικής, όπως η ιστοριογραφία των σημαντικότερων γεγονότων του Νησιού και η θεατρογραφία με υπόστρωμα τους κοινωνικούς αγώνες του λαού προσκρούουν στις άκαρπες προσπάθειες των συγγραφικών του ικανοτήτων ή και ακόμα σε σχέση με το επάγγελμά του στο ασύμβατο μεταξύ γραφιά και συγγραφέως. Οι σκέψεις, που ξεδιπλώνει στο ημερολόγιό του από τη ζωή του στο σπίτι και το γραφείο, τους κοντινούς περιπάτους και τις περιδιαβάσεις του στην πόλη, συνιστούν εναύσματα μιας μελλοντικής συγγραφικής ενασχόλησης ή συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τις ιστορίες της άμεσης δημιουργικής του έμπνευσης. Ιστορίες που είτε σκόπιμα μένουν ημιτελείς, για να συμπληρωθούν κατά το δοκούν από το αναγνωστικό αισθητήριο, όπως ο θεατρικός διάλογος που παραθέτει με θέμα τη συζυγική ανία, είτε εγκιβωτίζονται με την ολοκλήρωση της περιγραφικής τους αφήγησης στη μυθιστορηματική πλοκή, διευρύνοντας την αριστοτεχνική συνεκτική της πλαισίωση. Επιλεκτικά παραδείγματα η ιστορία της Αρετής, της Ερατώς, της Πατρίτσια Μπέρεσφορντ και της Κάρμεν, αλλά και η ενθηκευμένη σουρεαλιστικη ιστορία του διαμερίσματος στον έβδομο όροφο. Οι κατ’ οικονομίαν σύντομες αυτές αφηγήσεις και οι ευρηματικές αφηγηματικές παρεκβάσεις αποκτούν εύρος και βάθος κάτω από τις ανατομικές διεισδυτικές περιγραφές των τόπων της δράσης, από την Κύπρο μέχρι την Αγγλία, καθώς και των πολυδαίδαλων τοπίων της ψυχής. Η εναλλάξ εύστροφη μετάβαση, επίσης, από τον τριτοπρόσωπο συγγραφέα-αφηγητή στους πρωτοπρόσωπους διαλόγους των πρωταγωνιστών συνυφαίνει τα ποικιλόχρωμα νήματα μιας ζωηρής δραματικότητας. Τόσο που αφουγκραζόμαστε τα αποσιωπητικά και τα παραλειπόμενά τους, προεκτείνοντας τις λεπτομέρειες των σκηνικών τους δρώμενων.    
Ωστόσο, η παράθεση τόσων ιστοριών με ξεχωριστή ή παρεμφερή υπόθεση, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τα σκαριά μιας μεγαλύτερης σε έκταση και πλοκή μυθιστορηματικής ιστορίας, ερμηνεύει έμπρακτα την αλληγορία της ανήσυχης και ακοίμητης ψυχής του συγγραφέα. Στο Ζ΄ κεφάλαιο του βιβλίου σημειώνεται εμφαντικά από το alter ego του συγγραφέα μας, καθώς υπαγορεύεται από τη φωνή εντός [του]: «Χίλιες ιδέες με πολιορκούν. Πρέπει να γράψω οτιδήποτε…Αισθάνομαι σαν αναμμένη λαμπάδα που καίει στο σπίτι ενός τυφλού». Όπως ο τυφλός παρόμοια και ο συγγραφέας, που βλέπει πιο καθαρά με τα μάτια της ψυχής και της ενοραματικής του δύναμης και που για να υπάρξει μετατρέπει την πραγματικότητα σε όνειρο και το όνειρο σε πραγματικότητα, καθώς ομολογεί στις τελευταίες σελίδες.
Ο Θεοκλής Κουγιάλης μέσα από τον φιλοσοφημένο μονόλογο και τον εύληπτο διάλογο της αφήγησής του και επιστρατεύοντας παλαιότερους και σύγχρονους τρόπους μυθιστορηματικής γραφής καταφέρνει να κάνει τη φωνή εντός και δική μας φωνή. Είτε απευθύνεται στον επαρκή αναγνώστη είτε στον ομότεχνό του συγγραφέα, εξακτινώνει τους εύηχους παλμούς και τις συνειρμικές της δονήσεις με το μέτρο μιας άλλης ποιητικής γραφής.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή     
                    






Βιβλιοπαρουσίαση

Νάσας Παταπίου  Φασγάνου δίχα

Ποτέ δεν είναι παράκαιρη μια ποιητική συλλογή με διαχρονικό και μεστό περιεχόμενο, έστω κι αν τη χωρίζει κάποια χρονική απόσταση από τη δημοσιοποίησή της. Ο λόγος περί του αξιόλογου ποιητικού έργου της αγαπητής μας ποιήτριας και Ιστορικού ερευνήτριας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Νάσας Παταπίου, που κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2009 από τις εκδόσεις Αιγαίον.
Η συλλογή, που τιτλοφορείται Φασγάνου δίχα είναι η δεύτερη ποιητική της δημιουργία μετά Το Φωνήεν σώμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1988 και που τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο αρχαιοπρεπής τίτλος δεν είναι, απλώς, σημειολογικά προϊδεαστικός των 21 ποιημάτων της συλλογής, αλλά και συμβολικά συνδηλωτικός της τραγικής μοίρας του τόπου μας, που μάχεται «φασγάνου δίχα» από τα πανάρχαια χρόνια ενάντια στην προδοσία, τον δόλο και την υπεροπλία των κατά καιρούς κατακτητών. Ευστόχως η ποιήτρια μυθοποιεί αλληγορικά και απομυθοποιεί ιστορικο-ποιητικά την αποφθεγματική φράση μέσα από το δίστιχο της Σοφόκλειας τραγωδίας: «γυνή δε θήλυς φύσα κοὐκ ανδρός φύσιν, μόνη με δη καθείλε φασγάνου δίχα», θα ομολογήσει ο Ηρακλής ηττημένος από τη Δηιάνειρα, παραπέμποντας στην επινοητική αγωνιστικότητα του ελληνικού ήθους σε αντιπαραβολή με την αρχαϊκή ησιόδεια μορφή της πολεμόχαρης γυναίκας, κατά την ετυμολογική προέλευση του ονόματός της. Το θέμα της προσφυγιάς προσέτι και η Κύπρις, κεντρικός ιστός στην ερωτική τραγωδία των δύο πρωταγωνιστών, συνυφαίνουν συνειρμικές προεκτάσεις και σημεία κορύφωσης στον ποιητικό αυτό καμβά, τον φιλοτεχνημένο με τα ποικιλόχρωμα νήματα μιας αριστοτεχνικής ποιητικότητας.
Αντιστικτικά εμβληματικό και το σχέδιο του εξωφύλλου, που εξεικονίζει τη μεσαιωνική συγγραφέα και ποιήτρια του μύθου και της Ιστορίας Χριστίνα ντε Πιζάν, ηρωίδα ενός εκ των ποιημάτων, που προφανώς αντιπαρατάσσει στο φονικό φάσγανο τα ειρηνόφιλα σύνεργα του μελανοδοχείου και της δημιουργικής της γραφίδας. Αλλά δεν είναι μόνο την Ενετοπαρισινή αυτή, πρώτη επαγγελματία γυναίκα συγγραφέα και πρόδρομη του φεμινισμού, που παραστατικά επικαλείται. Αν ο Ελύτης δικαιωματικά αποκαλεί τον εαυτό του «μακρινό εξάδελφο» της Σαπφούς, η δική μας ποιήτρια παρακαλεί να καταστεί «ιέρεια του ναού της», εφόσον το «γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» της Σαπφικής λυρικής ποίησης, εμπνέει την πλημμυρίδα των γυναικείων ερωτικών της συναισθημάτων.        
Ωστόσο, και άλλες ξεχωριστές μορφές, που σχετίζονται άμεσα με τις ιστορικές παρακαταθήκες, τις πολυκύμαντες καμπές και τα πεπρωμένα της Κύπρου, αναδεικνύουν τα μακρόστιχα ώς επί το πλείστον πλην ολιγοσύλλαβα ποιήματα της συλλογής. Ποικιλότροπες γλωσσικές υπομνήσεις τοπωνυμίων, πρόσωπα και δρώμενα της Ιστορίας και του θρύλου μέσα από τις καταγραφές των Χρονογράφων μας και απαράγραπτες μνήμες προφορικών παραδόσεων από τους αιώνες, κυρίως, των Φράγκων και των Ενετών, ίσαμε  την πρώτη και τη δεύτερη Τουρκοκρατία της σημερινής κατοχής της πατρίδας μας μαρτυρούν την ανεξίτηλη σφραγίδα της αθάνατης ελληνικότητάς της.
Εξ υπαρχής αποκαλυπτικά μιας τέτοιας πάλλουσας πατριδογνωσίας και  ιστοριογραφίας τα πρώτα τρία ποιήματα, που διαρρέει ένας πακτωλός συμπυκνωμένης ποιητικής ουσίας: «Η Ελλάς ζει» αναφωνεί ελπιδοφόρα στον ακροτελεύτιο στίχο του πρώτου, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο με τοπωνυμική αυτογνωσία μνημοτεχνικής επαναφοράς και επίγνωση της γλωσσικής της ταυτότητας υπομιμνήσκει: «Κάθομαι και ασκώ τη μνήμη μου / Ασκώ τη μνήμη μου / Να μην ξεχνώ». «Μες στα βαθιά πηγάδια / Ν’ ακούσω τον αντίλαλο / Φίλτατο φώνημα της γλώσσας μου».
Με την απαραχάρακτη και επώδυνη αυτή μνήμη και με την αναλλοίωτη φωνή της γλωσσικής της καλλιέπειας δεν απαθανατίζει μόνο οικισμούς της γενέτειράς της τής Καρπασίας, καθώς και άλλους τόπους   της πατρώας γης. Μέσα από τα κατάλοιπα των ερειπίων και των αναφορών τους και με τα μαγικά φίλτρα της υψηλής τέχνης της Ποιήσεως η Παταπίου μεταστοιχειώνει σε ζωντανούς συνοδοιπόρους και συνομιλητές της ξεχασμένες ή άγνωστες μορφές της Ιστορίας τους, όπως: τον Φλώριο Βουστρώνιο, τον Στέφανο Λουζινιάν και την πρόγιαγιά του Ισαβέλλα, τον εικοσαετή Λεονάρδο, τον ερωτομανέστατο Πέτρο, τη Σουηδή Βιργίτη των Αποκαλύψεων με τις φοβερές της προφητείες για την Αμμόχωστο και σύμφωνα με τα ομότιτλα ποιήματα τον «Ιερώνυμο Maggi» και την «Άννα Λουζινιάν» ή τη θρυλική νεράιδα των πύργων και των κάστρων «Μελουζίνη», που την είπαν μικρή αδελφή της.
Από τους σφριγηλούς και συνάμα τρυφερούς στίχους της ποιήτριας, που συνοδεύονται από τις κραδαίνουσες χορδές μιας ξεχωριστής ευαισθησίας, αναπηδά το πάθος του έρωτα ως ορμητίας ίππος, αλλά και ο πόθος της άδολης αγάπης σαν το πρωτόγνωρο μητρικό χάδι. Για τούτο, άλλοτε θέλει να πετάξει «Ασάνδαλη» με τον φτερωτό ίμερο, «κομίζοντας τα οιστρογόνα / του έρωτα» και άλλοτε ως «Θαυματοποιός του έρωτα» και ως άλλη Πλατωνική Διοτίμα προμηνύει την παιδαγωγία της ανθοφορίας του.
Το βαθύτερο, όμως, αίσθημα, που μας διαπερνά, εντρυφώντας στα ποιήματα της Νάσας Παταπίου με μια μελέτη Ποιητικής της Ιστορίας ή μυθοπλαστικής ιστορικής Ποίησης είναι ο ασίγαστος έρωτας της «Γενέθλια[ς] Πόλ[ης]», κατά το ομώνυμο ποίημα και ολάκερης της θαλασσοαιματωμένης Πατρίδας. Έτσι, μέσα από την προσωπική λεπταίσθητη γραφίδα των ποιητικών ειρμών και των βαθυστόχαστων συνειρμών της η φωνή της γίνεται το εύλαλο ηχείο αναμετάδοσης του Οδυσσειακού της νόστου. Ανυπότακτη και ανατρεπτική επιχειρεί ενάντια στο ρεύμα και στον αντίξοο άνεμο των ανάλγητων πειρατών τον δικό της «Ανάπλου», διεκδικώντας τις ρίζες της,  το χώμα που την ανέθρεψε και δηλώνοντας αυτοφυής λευκή ανεμώνη. Κι άλλοτε πάλι, ακραιφνής Ελληνίδα, απεγκλωβίζοντας τα ελληνικά της φωνήεντα μαζί με τα Ομηρικά σύμφωνα της παρήχησής της και με τον Αισχύλειο μνησιπήμονα πόνο του ανεκπλήρωτου ονείρου επικαλείται τη μάνα Ελλάδα: «Στο ακρωτήριο Δεινάρετο / Έλα Ελλάς / Έλα κυμάτισέ με».
Αντί άλλου επιλόγου για τη μακρόπνοη ποίηση της Νάσας Παταπίου, την υψηλά ανεβασμένη στην Καβαφική σκάλα, παραθέτουμε τον υποβλητικό επίλογο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής της, που παραληρεί με Σολωμικούς και Ελυτικούς  απόηχους· ωστόσο, ενδεικτικού της φασγάνου δίχα καθήλωσής μας: «Προς τα Νερά τα Σέλενα / Τόσο φως τόση πορφύρα / Τόση κυανή τρικυμία / Τόση θαλπωρή τέτοια όψη / Τέτοια αιχμηρότατη κόψη / Αυτή είναι αυτή είναι / Αναφώνησα / Και η ανάσα μου / Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα».

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                   

  



Βιβλιοπαρουσίαση

Χρήστου Μαυρή   Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών
Ένας ποιητής  πτηνοπαρατηρητής

Μιας και γίνεται στις μέρες μας πολύς λόγος για την αξιοποίηση της βιοποικιλότητας, της πανίδας και της χλωρίδας, καθώς και της πτηνοπαρατήρησης στον τόπο μας τόσο από ξένους όσο και από δικούς μας φυσιολάτρες περιηγητές, μια ποιητική συλλογή του Χρήστου Μαυρή επανέρχεται στο προσκήνιο. Η συλλογή, εκδομένη το 2010 με επιμέλεια του Γιώργου Μύαρη, τιτλοφορείται Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών και χωρίζεται σε δύο ισοδύναμες αριθμητικά ενότητες από δώδεκα ποιήματα η καθεμιά με τους υπότιτλους «Οι ικέτιδες φωνές» και «Ο ανελέητος Αύγουστος»,  χωρίς, ωστόσο, σαφή θεματική διάκριση· πράγμα που υποβάλλει στον αναγνώστη ότι μέσα από την ποικιλωνυμία των επί μέρους τίτλων και τη διαφορετικότητα των «πτερωτών» ποιητικών εναυσμάτων ο ποιητής ξαναγυρνά στους ίδιους εναέριους, αλλά και στεριανούς και θαλασσινούς τόπους μιας επίμονης λυρικής πτηνοπαρατήρησης.
Λεπτοφυής περιγραφή και αισθαντική υποβλητικότητα με εναλλασσόμενες εικόνες και σκηνικά στιγμιότυπα σε όλο το φάσμα της αισθητηριακής τους πρόσληψης μαζί με τη στοχαστική έκφραση ενός ευαίσθητου ψυχισμού αποτυπώνουν τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα της ενιαίας αυτής ποιητικής μεταστοιχείωσης. Και δεν είναι τυχαίο, που ένας ποιητής, καταφέρνοντας να θεαθεί και ν’ αφουγκραστεί σε πλατύτερους ορίζοντες και βαθύτερους μυστικούς κόσμους, επιτυγχάνει μιαν τέτοια προσομοίωση· εφόσον των πτηνών η όραση, η ακοή και η οπτική γωνία της παρατηρητικότητάς τους είναι πεντάκις πιο ανεπτυγμένη από εκείνη του καθημερινού ανθρώπου. Αποκρυπτογραφεί, λοιπόν, ο Χρήστος Μαυρής με το χάρισμα της δικής του μούσας τη γλώσσα των πουλιών, τους κραδασμούς και τα μιλήματα της φωνής τους, αποκωδικοποιώντας ταυτόχρονα τους συμβολισμούς των ποικιλόσχημων μορφών και των χρωμάτων τους, τ’ ανασκιρτήματα και τους οιωνούς των εμβληματικών τους κινήσεων: από το αναφτερούγισμα ώς τα χαμηλοπετάγματα, την άνοδο της ισορροπίας τους, αλλά και την απότομη πτώση και την καταβαράθρωσή τους, το ανεβοκατέβασμά τους σε ποταμούς και θάλασσες, όπως και τις μακρινές  μεταναστευτικές τους πτήσεις πότε σε έναστρους και πότε σε σκοτεινούς επίφοβους ουρανούς.
Μέσα από μιαν τέτοια πτηνόμορφη ανθρωποποποίηση των ενδημικών, αποδημητικών και διαβατάρικων πουλιών της κυπριακής φύσης, μα και της προσωπικής του ποιητικής ενόρασης, ο ποιητής θα ζωντανέψει τους φτερωτούς φίλους των πηγαίων εμπνεύσεων και των ορμέμφυτων εξάρσεών του, των πόθων,  των ονείρων και των οραμάτων του, καθώς και των ακαταλάγιαστων σπαραγμών τού ανθρώπινου πόνου και της πικρής οδύνης. Αλλά και με οδηγό τη μνήμη και πυξίδα την προσδοκία θα ταξιδέψει μαζί τους για τις «πολιτείες» της άνοιξης με τις φωτεινότερες μέρες. Συνταξιδεύουμε κι εμείς με τα ανθρωπόμορφα αυτά  «αλλόκοτα» πουλιά του Χρήστου Μαυρή, που μας θυμίζουν στην όψη εκείνα τα ξεχασμένα των  δημοτικών μας τραγουδιών με τη δική τους, ωστόσο, ξεχωριστή ιδιότυπη λαλιά,  συνομιλώντας με μερικά απ’ αυτά μέσα από τους αντίστοιχους ποιητικούς τίτλους: τα μαύρα, τα άγρια, τα πληγωμένα και τα πολύχρωμα εξωτικά πουλιά, τα αλλοδαπά, ξενιτεμένα, ταξιδιάρικα και τα ερωτευμένα πουλιά, τα γέρικα, τα φλεγόμενα, τα σχιζοφρενικά και τα πανικόβλητα πουλιά, τα περιπλανώμενα και τα ελεύθερα πουλιά. Προσδίδοντάς τους ανθρώπινες ιδιότητες και κοινωνικές συμπεριφορές, οικεία συναισθήματα, σκέψεις, αναστοχασμούς και προβληματισμούς, που συνυπάρχουν  με τους αμφίβολους καιρούς και τον δύσμοιρο τόπο μας, μάς υπομιμνήσκει τα δεινά και τους ασίγαστους καημούς μας. Εντούτοις, στο λεύτερο αναπέταγμά τους σε ψηλότερες περίβλεπτες κορφές με το καινούργιο φύσημα του αγέρα και το προφητικό τους ράμφος νιώθουμε συνάμα να ενσταλάζουν μέσα μας βάλσαμο λυτρωτικό την ελπίδα της εγκαρτέρησης και την απαντοχή της επιστροφής στα γνώριμα αγαπημένα χώματα της παλιννοστούσας πατρίδας. Ενδεικτικά παραθέτουμε την καταληκτική στροφή του τελευταίου ποιήματος της συλλογής: «Οι νύχτες / ερμητικά κλειστές σαν κάστρα / αγκαλιάζουν θανάσιμα τον κάμπο. / Μόνο ελεύθερα πουλιά / ακολουθώντας μυστικά περάσματα / μπαινοβγαίνουν στο σκηνικό / μεταφέροντας ακατάπαυστα / στις στιβαρές ράχες τους / νερό, πηλό και πέτρες / για να ξανακτίσουν / το γκρεμισμένο ξωκλήσι».

©  Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                     


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014



                                                      
Βιβλιοπαρουσίαση

Δημήτρη Λεβέντη  Η Διαδρομή των Γυμνασίων της Αμμοχώστου
από το 1955 μέχρι το 1974

Η πρόσφατη έκδοση του Συλλόγου Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου με επιχορήγηση τόσο της Σχολικής Εφορείας Αμμοχώστου όσο και του προσφυγικού μας Συλλόγου αποτελεί άλλη μια κεφαλαιώδη κατάθεση μνήμης και αγωνιστικής εγρήγορσης στα πλαίσια της πολυσχιδούς εκδοτικής του δραστηριότητας. Το βιβλίο, υπό τον τίτλο Η διαδρομή των Γυμνασίων της Αμμοχώστου από το 1955 μέχρι το 1974, συνέγραψε ο Δημήτρης Λεβέντης, ένας από τους λαμπρούς απόφοιτους και ευπαίδευτους φιλολόγους καθηγητές του Ε.Γ.Α.
Είναι ενδεικτικά του στόχου της έκδοσης αυτής τα όσα επισημαίνει μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του ο δραστήριος πρόεδρος του Συλλόγου Μιχάλης Κλεοβούλου: «Η διατήρηση της μνήμης και η σωστή αξιολόγηση της σημασίας της, όπως επιχειρείται και προωθείται με το ανά χείρας πόνημα, συντηρεί και εμβαθύνει τις διάφορες μορφές του αγώνα, που όλοι μας, οι Αμμοχωστιανοί, πρέπει να διεξαγάγουμε μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης και επιστροφής».
Το βιβλίο επιμερίζεται στα σχολικά δρώμενα από το 1955 μέχρι τη βίαιη διακοπή τους από τον Τούρκο εισβολέα το 1974, που καλύπτουν τα πρώτα πέντε κεφάλαια σε συνάρτηση με τα κυριότερα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της ταραγμένης εκείνης εικοσαετίας, καθώς και στο Προσάρτημα που αποτελούν οι κατάλογοι των καθηγητών και των αποφοίτων των ετών 1955 – 1974. Εκ προοιμίου, τονίζουμε την αρχειακή και ιστορική σημασία των καταλόγων αυτών, που με τόσο μόχθο εντοπίστηκαν και συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο από μέλη του Δ.Σ. με πρωτεργάτιδα την ακούραστη κ. Φοίβη Ιακώβου Ιωάννου, όπως εμφαντικά  υπογραμμίζει και ο πρόεδρος στον χαιρετισμό του, που προτάσσεται του βιβλίου.
Στον πρόλογό του ο συγγραφέας αιτιολογεί μέσα από τον εύγλωττο τίτλο του έργου τον στόχο του δύσκολου συγγραφικού του εγχειρήματος: τα όσα καταγράφονται στοιχειοθετούν το χρονικό μιας διαδρομής, «όπως την έζησαν οι γυμνασιάρχες, οι καθηγητές, οι μαθητές και οι μαθήτριες» των σχολείων μας. Μια διαδρομή, που με νοσταλγία καταφέρνει να μας ταξιδέψει στα αλησμόνητα εκείνα χρόνια που βιώσαμε στα θρανία της μαθητικής μας ζωής, αλλά και από τις έδρες διδασκαλίας, όσοι είχαμε την εξαιρετική τιμή να διδάξουμε στα πνευματικά φυτώρια της πόλης του Ευαγόρα. Συναισθανόμαστε, ακόμα, ότι ήταν μια διαδρομή, που συνεχίστηκε στην προσφυγιά, όπως ορθά υπονοεί και ο τίτλος του 6ου και τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου, αλλά και στα κατοπινότερα χρόνια μέχρι σήμερα, εφόσον η πόλις με τα σχολεία της μας ακολουθεί σε κάθε άλλη διαδρομή της ζωής μας, τόσο που «πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνουμε» κατά τον Καβάφη.
Στην προϊδεαστική εισαγωγή του ο Δημήτρης Λεβέντης επεξηγεί αδρομερώς το περιεχόμενο, τη δομική διάρθρωση και τον τρόπο αποτύπωσης των ανά κεφάλαιο αναφορών του σχετικά με τις δραστηριότητες και τις επιδόσεις των μαθητών κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση των Γυμνασιαρχών και καθηγητών τους. Η παράθεση των στοιχείων αυτών, χωρίς συστηματικές αξιολογικές προσεγγίσεις, δεν θα μπορούσε να γίνει, ασφαλώς, παρά επιλεκτικά ενδεικτική της εκπαιδευτικής και πολιτιστικής ζωής στα Γυμνάσιά μας: το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, το Ελληνικό Γυμνάσιο Θηλέων Αμμοχώστου, το Οικονομικό Γυμνάσιο (ή Β΄ Γυμνάσιο) Αμμοχώστου και το Γ΄ Γυμνάσιο. Νοουμένου ότι τα αρχεία των σχολείων είχαν χαθεί με την κατάληψη της πόλης μας, διευκρινίζει με πόνο ψυχής ο συγγραφέας, θα έπρεπε να καταφύγει σε προσβάσιμες πηγές, όπως τα σχολικά περιοδικά, τους φακέλους αλληλογραφίας με το Γραφείο ή το Υπουργείο Παιδείας, σε δημοσιεύματα εφημερίδων, σε βιβλιοθήκες, δημόσια και ιδιωτικά αρχεία της ελεύθερης Κύπρου.
Το βιβλίο που αποτελεί συνέχεια εκείνου του Κώστα Κύρρη Ιστορία της Μέσης Εκπαιδεύσεως Αμμοχώστου ιδίως του Ε.Γ.Α., αν και με διαφορετική υφολογική και αξιολογική προσέγγιση, καλύπτει τις περιόδους από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι τα τελευταία χρόνια, πριν την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Τούρκους με ενδιάμεσους σταθμούς την περίοδο της ανάπτυξης μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα μετέπειτα χρόνια της Τουρκανταρσίας και τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα στα αντίστοιχα κεφάλαια. Στη χρονική αυτή έκταση αναφέρονται συνοπτικά κατά σχολική χρονιά οι επιδόσεις του κάθε σχολείου στο θέατρο, τον αθλητισμό, τις εκδοτικές και άλλες σημαντικές δραστηριότητες, καθώς και οι κυριότερες βραβεύσεις και διακρίσεις των μαθητών και μαθητριών. Ωστόσο, στις 240 σελίδες της αξιόλογης αυτής έκδοσης δεν θα μπορούσαν να μην περιληφθούν και κάποια χαρακτηριστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, που ζωντανεύουν τα σχολικά εκείνα δρώμενα, που τίμησαν όχι μόνο τους πρωταγωνιστές τους, δασκάλους και μαθητές, αλλά και ανέδειξαν ώς ένα μεγάλο βαθμό την πολιτισμική ταυτότητα της κατεχόμενης πόλης μας. Το βιβλίο τεκμηριώνεται και εμπλουτίζεται με διαφωτιστικές παραπομπές και υποσημειώσεις, με ευρετήριο εικόνων και βιβλιογραφικές αναφορές.
Διαβάζοντάς το από το πρώτο του κεφάλαιο, όπου με δέος βλέπουμε να παρελαύνουν ηρωικά ονόματα και αγωνιστικές δράσεις των παλικαριών – μαθητών του, που έγραψαν τις ενδοξότερες σελίδες του επικού μας Αγώνα, νιώθουμε ιδιαίτερη περηφάνια. Αλλά διατρέχοντας και τα άλλα κεφάλαια της ολοζώντανης αυτής διαδρομής αισθανόμαστε να μας κατακλύζουν ρίγη συγκίνησης και ιερής νοσταλγίας. Για τούτη τη νοσταλγία και τον πόθο της επιστροφής στη Βασιλεύουσα της ζωής και των ονείρων μας χρωστούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ εκείνους που μας την ξαναζωντάνεψαν μέσα από της σελίδες του ξεχωριστού αυτού βιβλίου: στον ακαταπόνητο συγγραφέα του και συμπολίτη μας Δημήτρη Λεβέντη, καθώς και στον Σύλλογο Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου, που έκαμε το όραμα πράξη εμψύχωσης και τις ωραίες αναμνήσεις ακοίμητη μνήμη παλιννόστησης.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                          



Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014




Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ  Διθαλάσσου

  Ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ με τα ποιήματα - πήματά του αυτά εκπονεί μνησιπήμονα διατριβή στις ανατροπές των πικρών καιρών και στις εναγώνιες προσδοκίες των πολύχρονων δεινών της κατεχόμενης πατρίδας. Ειδικότερα, εστιάζει τη διεισδυτική όραση του νου και την προφητική ενόραση της καρδιάς στα πάθη της εγκλωβισμένης Καρπασίας και των εύψυχων ελευθέρων πολιορκημένων της, καθώς με στοχασμό και μ’ όνειρο τού το υπαγορεύει το ενδοσκόπιο του λεπταίσθητου ψυχισμού του. Άλλωστε, στη γη που τον γέννησε και τον έθρεψε με τις προγονικές υποθήκες των Αχαιών και τα μυρωμένα νάματα των Αγίων και των μαρτύρων της ήταν ένα ελάχιστο οφειλόμενο χρέος: κάτι σαν τάμα ατομικό κι αφιέρωμα συλλογικής μνήμης, να ξορκίσει το δαιμονικό με την επίκληση και την προσμονή του θαύματος, για να τελετουργήσει ξανά στον τόπο των ιερών και των οσίων του.
  Έτσι, με την πολύμοχθη σκαπάνη μιας αριστοτεχνικής ποιητικής γραφίδας ανασκάπτει βαθιά το πανάρχαιο χώμα τούτης της γης, εξορύσσοντας τα πλούτη των αμύθητων θησαυρών της και ανασύροντας από τα έγκατά της παμπάλαιες ιστορίες και παραδόσεις, ηρωικές μορφές του μύθου και θρυλικές φυσιογνωμίες  ανθρώπων μιας αλλοτινής αυθεντικής εποχής μαζί με τα αρχοντικά ήθη και τα αρχέγονα έθιμά τους. Όλες εκείνες τις έντονες παραστάσεις μιας ατέλειωτης κληρονομιάς βιωμάτων και καθημερινών δρώμενων, τουτέστιν των έργων και ημερών ενός ολόκληρου κόσμου, που δεν κατάφερε να τις ξεθωριάσει ο χρόνος μήτε να τις αλλοτριώσει ή να τις ξεριζώσει κανένας άνεμος υποβολιμαίας λήθης σε πείσμα του ανενδοίαστου κατακτητή. Γιατί, ακριβώς, μέσα από τούτη την ολιγοσέλιδη αλλά μεστή περιεχομένου συλλογή του μάς το θυμίζει περίτρανα ο ποιητής: πως ο Κάρβας, που φυσά από τη μεριά της Καρπασίας, όπως μας προειδοποιεί στην επεξηγηματική αναφορά για τον λογότυπο των ομώνυμων εκδόσεών του, κομίζει ως άλλος αγγελιαφόρος το μήνυμα της Καρβασίας κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, της αρχαίας Βοός ουράς. Και άλλοτε μάς το μεταφέρει μέσα από τα χρώματα και τις ανταύγειες του φωτός της ή στο ράμφος των ποικιλόμορφων πουλιών της σε μια εναρμόνια συμφωνία είτε ακόμα με την πεισμονή του τζίτζικα στο μονότονο τραγούδι του και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του αόρατου. Κι άλλοτε πάλι μάς το φέρνει με τη νοσταλγική αύρα του θαλασσινού της  φλοίσβου ως αρχαίο άνθος αλός, αλλά και ως κραυγή οιμωγής και ταυτόχρονα υπόμνησης και προσταγής μέσα από «ένα βράχο με το κύμα του» ή με το δυνατό χλιμίντρισμα των Σαλαμίνιων αλόγων.
  Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα δεκαοχτώ ποιήματα της άρτια επιμελημένης συλλογής του Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ, ανατρέχοντας στις διαφωτιστικές σημειώσεις, τις διανθισμένες με χαρακτηριστικά φωτογραφικά και σχεδιαστικά στιγμιότυπα, που παραπέμπουν στην ανθρωπογνωσία, στη θρησκευτική ζωή και την αρχαιολογία της θαυμαστής αυτής ιστορικής χερσονήσου. Μη παραλείποντας εκ προοιμίου τη γενική αίσθηση που συναποκομίζουμε, υπογραμμίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αποκάλυψη. Είχαμε, βεβαίως, γνωρίσει στα διηγήματά του την ευφάνταστη πλοκή ενός δομημένου αφηγηματικού λόγου, που απέπνεε τους λυρικούς τόνους μιας ποιητικότητας κάτω από τη γνησιότητα μιας δημιουργικής προσωπικής σφραγίδας. Ωστόσο, την αποτύπωση της δόκιμης ποιητικής του γραφής μόλις φέτος ευτυχήσαμε να δούμε στο φως της δημοσιότητας, εφόσον η πρώτη του συλλογή του 1984, που επιγράφεται Καρπασία, είναι χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου, όπως αναγράφεται στη σχετική του εργογραφία. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι μέχρι στιγμής εισέπραξε τόσον εδώ όσο και στον ελλαδικό χώρο διθυραμβικές κριτικές. Καταθέτοντας με τη σειρά μας το γενικό στίγμα της δικής μας αποτίμησης, θα επισημαίναμε απερίφραστα ότι το κάθε ποίημα είναι και ένα καλοδουλεμένο ακριβό κέντημα, φιλοτεχνημένο στον καμβά του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του δημιουργού του με τα κεντίδια ενός άμεμπτου πολυτονικού. Το γλωσσικό ένδυμα, ανάλογο των μεταφορικών αλληγορικών συμβολισμών και των υποβλητικών εννοιολογικών σχημάτων, εμπλουτίζεται από λόγια και διαλεκτικά στοιχεία  στην πληρότητα της ποικιλομορφίας και την άρρηκτη συνοχή της γλώσσας μας. Όχι μόνο απηχεί το κάλλος του ηδυσμένου ποιητικού λόγου, που αποδίδεται με τα σύνεργα μιας αφομοιωμένης εμβάθυνσης στα έργα των μεγάλων ποιητών μας, εξού και οι κάποιες φραστικές ή νοηματικές συνηχήσεις γόνιμων επιδράσεων. Στις στροφές μιας αισθητικής στιχουργικής συμμετρίας, καθώς και στις επιγραμματικές ή εκτενέστερες ενότητες των ποιημάτων του δεν διαφαίνεται απλώς, αλλά επαρκώς πιστοποιείται η αβίαστη έμπνευση  επαγωγικών συλλήψεων, μέσα από τις συνεχείς αναζητήσεις και τις μεταρσιωτικές κατανυκτικές ανατάσεις στην υψηλή της Ποιήσεως Καβαφική σκάλα. Κι όσο κι αν είναι δύσκολο και σπάνιο, ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ επιτυγχάνει να πολιτογραφηθεί εις των ποιητικών ιδεών την πόλι.
  Βαδίζουμε, λοιπόν, και περιδιαβάζουμε μαζί με τον ποιητή, συνταξιδιώτες και συνοδοιπόροι, στη στενή λωρίδα της γενέθλιας γης του, της Διθαλάσσου, πλημμυρισμένοι από τα δάκρυα των δυο θαλασσών της, που σμίγουν τα σμαραγδένια νερά τους ανάμεσα στο ακρωτήρι του Αποστόλου Αντρέα και τις Κλείδες των γλάρων. Τούτη η γη, στ’ αλήθεια, μαζί με την παρούσα συλλογή που τη μνημονεύει και την ανιστορεί ποιητικά, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πιο εύστοχα, παρά από ένα τέτοιο αρχαιοελληνικό επίθετο, που συνειρμικά σημαδεύει τις πέτρες των ερειπίων της και τις αμμουδιές των ακτών της, όπου έφτασαν οι απόγονοι του Τεύκρου πρώτοι οικιστές. Της διθαλάσσου αυτής γης σαφής συνδήλωση, επιπλέον, είναι η συνάντηση του ελληνικού και του χριστιανικού κόσμου, όπως καταφαίνεται από την οικοδομική διαστρωμάτωση των αρχαιοπρεπών κτισμάτων και του πλήθους των βυζαντινών εκκλησιών της. Τούτο τον διφυή κόσμο συνέχισαν οι επίγονοι με το δέος της πανάρχαιας φυλετικής καταγωγής και την πίστη της θρησκευτικής τους ευλάβειας. Έτσι, και η διήκουσα γραμμή των ποιημάτων της Διθαλάσσου δεν μπορεί  να διασπάσει τον συνδετικό ειρμό της σφαιρικής τους σύνθεσης σε επί μέρους νοηματικές ενότητες.
  Το «φως» ως προανάκρουσμα της συλλογής συνέχει τα ποιήματα στη συνθετική τους ενότητα, φωτίζοντας το πνεύμα της ταυτότητάς τους. Ένα «φως» μιας απέραντης κοσμογονικής φωτοχυσίας σ’ όλες τις αποχρώσεις και τους ιριδισμούς του, που φανερώνει αποκαλυπτικά τους παλμούς της Καρπασίτικης φύσης μαζί με τους κραδασμούς του ποιητή, που συνεκδοχικά αντιπροσωπεύει τους συντοπίτες του: τους ελάχιστους εκείνους, αλλά αδέκαστους και ανένδοτους εγκλωβισμένους, «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες», καθώς και εκείνους που αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Για τούτο και αφειδώλευτα μοιράζεται μαζί τους ο ποιητής και κατ’ επέκταση με όλους εμάς τους ακατασίγαστους πόθους και τις ανειρήνευτες έγνοιες του για τη μοίρα του έσχατου οχυρού της ελληνικότητάς μας στις ακρώρειες και τις εσχατιές της μοιρασμένης μας νήσου. «Εδώ γεννήθηκα» διαλαλεί με περηφάνια, αλλά και με πόνο ψυχής εδώ επιστρέφει νοερά, οδηγώντας μας στη «μικρή περιήγηση» τού αντίστοιχου ποιήματος στην πατρογονική εστία του σπιτιού του «με τους κίονες». Είναι εδώ, όπου «κι αντί να τραγουδ[ά] γλυκά σαν τα πουλιά», οδυνόμενος «ανακαλ[ιέται]. Εδώ «μέσ’ από φωτογραφίες την Ελένη μελετ[ά]» μαζί με τους αστερισμούς των παιδικών του χρόνων. Εδώ κι η ανεπούλωτη πληγή της Παναγίας της Κανακαριάς μέσα από τους ελεγειακούς στίχους του ομώνυμου ποιήματος. Εδώ είναι, επίσης, όπου ξετυλίγονται μπροστά του, ανεξίτηλα ιστορικά τεκμήρια, οι «παλιές σφραγίδες», «τα άλογα», που ζωντανεύουν από τους τάφους της Σαλαμίνας «έτοιμα για αναχώρηση». Σ’ αυτό το μοιρόγραφτο σημείο της Κυπριώτισσας γης εμμένει ο ποιητής να αντιπαραβάλλει εικόνες της αλλοτινής ευτυχισμένης ζωής, που έθαλλε στο σκίρτημα των αιωνόβιων θάμνων, των λουλουδιών, και των γοργοφτέρουγων ενδημικών πουλιών, με τις δυσοίωνες σκηνές του πολέμου και της συμφοράς, όπως σκιαγραφούνται με μουντές σκιές στο ποίημά του «χαράκωμα».
  Προεκτείνοντας, ωστόσο, την απερίσπαστη οπτική της θέασής του, φτάνει μέχρι την πόλη – φάντασμα της Αμμοχώστου, όπου τώρα βλέπει να ξαναζωντανεύουν μπροστά του το ονομαστό Γυμνάσιο της φοίτησής του και στα ιωνικά του προπύλαια ο κήπος με τις γιορτινές πορτοκαλένιες διακοσμήσεις. Η αθάνατη μορφή του γυμνασιάρχη του δρος Κυριάκου Χατζηιωάννου τού εμπνέει το ελπιδοφόρο όραμα της «αναγέννησης», που, σύμφωνα με τους δυο τελευταίους στίχους του ομότιτλου ποιήματος, με αισιόδοξο κέλευσμα προστάζει: «Στης χαλκοφόρου το στερέωμα / Να ξαναλάμψει». Σύροντας, εξάλλου, τα βήματα προς τη θάλασσα, αναστοχάζεται με φιλοσοφική διάθεση την τραγική μοίρα του ξενοδοχείου «Σαλαμίνια» και του άτυχου νέου, που ξεψύχησε  μετέωρος ανάμεσα στα βομβαρδισμένα συντρίμμια κι έμεινε εκεί να κοιτάζει την «πατρίδα ανάποδα γυρισμένη». Δεν διστάζει, όμως, σ’ ένα άλλο ποίημα να προφητέψει με στεντόρεια φωνή τα εξής: «Και η Καμήλα / Θ’ ανασηκώσει την καμπούρα της / Θα ξεσηκώσει κύματα / Θα ξυπνήσει τα μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια».  Αυτή την εσπευσμένη εγρήγορση τη νιώθει ως επιτακτική αναγκαιότητα ο ποιητής στον «μονόλογο» της πνιγηρής μοναξιάς του, όπου συναισθάνεται με κρίση εναγώνιας υπαρξιακής συνείδησης τη δουλική χαμέρπεια των προδομένων ιδανικών και τη ματαίωση του τραγικού αδιεξόδου. Γι’ αυτό και η αμφισημία της πλάκας στο προτελευταίο ποίημα: είτε το κακόγουστο αστείο πρέπει να σταματήσει είτε η ταφόπλακα του χρόνιου ενταφιασμού οφείλει να ραγίσει, για να βγούμε, επιτέλους στο φως, θρυμματίζοντας τα αδιέξοδα.
  Στο τελευταίο ποίημα, που επιστεγάζει τη συλλογή, ο «Ανθέμιος Καλοκαίρης» είναι μια υποβλητική μετωνυμία, που κομίζει το κατ’ εξοχήν αισιόδοξο μήνυμα κατάφασης της ζωής, αλλά και του τόπου της ονειρικής ειρηνικής μας διαβίωσης. Το ποίημα αποτελεί μιαν αναθηματική ωδή αγάπης και ευγνωμοσύνης στον φίλο και Διδάσκαλό του, τον αείμνηστο Θεοδόση Νικολάου, στη μνήμη του οποίου στοιχειοθετεί ανασυνθετικά στίχους, που αποσπά από ποιητικές του συλλογές, για να υπομνήσει αποφθεγματικά στον επίλογό του: «Και στο φεγγάρι ρίχνοντας ματιά ευγνωμοσύνης / Τι στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι ανάβει».
  Αντί άλλου σχολίου ή πρόσθετης αναφοράς και επισήμανσης, μεταφέρουμε ως ακροτελεύτιο  αυτούσια τη φωνή του ποιητή από το ποίημά του «Καρπασία», όπως καταγράφεται μέσα από τον νόστο της πατρώας γης και την αγωνιστική αφύπνιση για απελευθέρωση και επιστροφή: «Κάθε πρωί / Ακονίζω τη μνήμη μου / Κι ένα μαχαίρι / Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν / Σε δυο κομμάτια με χωρίζει. / …/ Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας / Κι ας μην είναι διά την δόξαν / Ας είναι για τα καπνολούλουδα / Και τις σκορπισμένες ψηφίδες / Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας».

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                                   



  





Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή
   
Με τη δική τους έκφανση του ωραίου
Κριτικά δοκίμια

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Literatura et Artes το βιβλίο της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή υπό τον τίτλο  Με τη δική τους έκφανση του ωραίου.
Το βιβλίο της γνωστής φιλολόγου, συγγραφέως και κριτικού Λογοτεχνίας συνιστά στις 340 σελίδες του μιαν άρτια επιμελημένη έκδοση από φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια παρουσίασης σημαντικών πτυχών του έργου εννέα κορυφαίων ποιητών της πανελλήνιάς μας Γραμματείας.
Αφορμή για τα κείμενα που συγκεντρώνονται στην παρούσα έκδοση έδωσε μια διπλή τιμητική επέτειος τη χρονιά που μας πέρασε: το έτος συμπλήρωσης 70 χρόνων από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και 150 χρόνων από τη γέννηση μαζί με τα 80 χρόνια από την εκδημία του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Τόσο για τον πατριδολάτρη μεγαλόπνευστο ποιητή της εθνικής μας συνείδησης και της πνευματικής αναγέννησης του σύγχρονου Ελληνισμού όσο και για τον μεγάλο Αλεξανδρινό της ελληνικής διασποράς και τον καταξιωμένο πρωτοπόρο δημιουργό της οικουμενικής ακτινοβολίας θα άξιζε έστω κι ένας ασήμαντος δικός μας οβολός συνεισφοράς ως ένδειξη ελάχιστου χρέους και ταυτόχρονα ως πολλαπλάσια ανταμοιβή της περηφάνιας που μας κληροδότησαν», σημειώνει προλογικά η συγγραφέας.
Ωστόσο, η Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή στο αξιόλογο πόνημά της δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στους δύο μεγάλους σκαπανείς της νεότερης ελληνικής ποίησης, αλλά θέλησε να εμπλουτίσει τις σελίδες του βιβλίου με την αναφορά σε καίριες οπτικές του έργου και άλλων επιφανών δημιουργών της πανελλήνιάς μας ποιητικής λογοτεχνίας και οι οποίοι σχετίζονται άμεσα μαζί τους: είτε ως προς την κριτική αποτίμηση της τέχνης τους είτε ως προς τις καταλυτικές επιδράσεις που δέχτηκε από αυτούς τους μέντορές τους η δική τους ποίηση. Έτσι, κατά σειράν παρουσιάζονται θεματικές όψεις από το μνημειώδες έργο των δυο τιμημένων με Νόμπελ ποιητών μας, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, του Τάκη Παπατσώνη και του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και των τριών διαπρεπών ποιητών της Κύπρου, του Κώστα Μόντη,  του Κύπρου Χρυσάνθη και του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.
Η επιλογή,  σημειώνουμε, δεν είναι τυχαία, εφόσον ο Παλαμάς, κατά την ίδια οξυδερκή πρόβλεψη που εκφράστηκε ευνοϊκά για τον Καβάφη, παρέδωσε με εμπιστοσύνη τη σκυτάλη της διαδοχής στον Σεφέρη εν όψει της ιστορικής του Στροφής κυριολεκτικά και μεταφορικά για την καταξίωση των ποιητικών μας πραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά και ο Σεφέρης απεκάλεσε τον Παλαμά τελευταίο διδάσκαλο του Γένους και μαθήτευσε οπωσδήποτε στην περιώνυμη Καβαφική σχολή. Ο Ελύτης δεν υπήρξε μόνο από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», αλλά και για τον πρώτο του δάσκαλο στην ποίηση, τον Καβάφη, ένιωθε μια βαθιά περιέργεια, ένα βαθύ ενδιαφέρον και ένα βαθύ θαυμασμό. Ο Τάκης Παπατσώνης, ο ποιητής του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού, δεν άντλησε μόνο δάνεια από την Καβαφική τεχνοτροπία, αλλά και η πρώιμη εκδήλωση εκτίμησης και θαυμασμού για το έργο του Αλεξανδρινού φανερώνεται και από τις μεταφράσεις ποιημάτων του στα Γαλλικά, που μελοποίησε ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Επιπλέον, για τον Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή της Ρωμιοσύνης, η ζωή και το έργο του Καβάφη στάθηκαν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία των «Καβαφικών» του ποιημάτων. Ο πολυγραφότατος, επίσης, ποιητής μας Κώστας Μόντης έχει αφομοιώσει με την ιδιότυπη γραφίδα της ποίησής του γόνιμα στοιχεία από τον Καρυωτάκη, αλλά και από τον Καβάφη. Όσον αφορά στον Κύπρο Χρυσάνθη, που ο ευπαίδευτος κριτικός μας Κώστας Προυσής απεκάλεσε «χρυσορρόα ποιητή και Κωστή Παλαμά της Κύπρου», το ογκώδες ποιητικό του έργο σφραγίστηκε από τον γενάρχη του νεοελληνικού ποιητικού μας λόγου. Τέλος, η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ανατροφοδοτείται δημιουργικά και ανανεωτικά γονιμοποιείται από την Καβαφική και Σεφερική ποιητική.
Η συγκροτημένη φιλολογική γραφίδα της κ. Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή μέσα από το αξιόλογο αυτό βιβλίο της καταδεικνύει ότι οι πιο πάνω μεγάλοι ποιητές μας είναι περισσότερο σήμερα παρά ποτέ επίκαιροι και κεντρομόλοι στο επίκεντρο των σκέψεων, των συναισθημάτων και των στοχασμών μας με τις προφητικές τους φωνές και τις προβλεπτικές προειδοποιητικές τους υποδείξεις. Γιατί έχουν πολλά να μας πουν ακόμα και άλλα τόσα να διαμηνύσουν στους χαλεπούς καιρούς μας μέσα από το πολύκροτο έργο τους.