.

.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014




Βιβλιοπαρουσίαση

Ανδρέα Ονουφρίου   Η Μάντρα

Ο Αμμοχωστιανός συμπολίτης μου Ανδρέας Ονουφρίου με τη διαχρονική παρουσία του στα λογοτεχνικά μας πράγματα και τη μέχρι τούδε εύκαρπη συγκομιδή τού διηγηματικού και μυθιστορηματικού του έργου κατατάσσεται αναντίλεκτα στους ποιοτικούς πεζογράφους του τόπου μας. Γιατί δεν ξέρει μόνο να χειρίζεται με έμφυτη χαρισματική δύναμη και αριστοτεχνική ευστοχία τον έντεχνο αφηγηματικό λόγο, αλλά και με επάρκεια επικοινωνιακής αμεσότητας να συνδιαλέγεται γόνιμα με τον αναγνώστη του. Διαβάζοντας και ξαναμελετώντας τη δημιουργική του γραφή,  αποκομίζεις ό,τι και ο ίδιος θα έχει συνειδητοποιήσει μέσα από τα προσωπικά του επιλεκτικά διαβάσματα και τις δικές του συγγραφικές αποδόσεις, συνηγορώντας με τη συγγραφέα τής Μary Poppins P. L. Travers: «Ένας συγγραφέας είναι το μισό μόνο από το βιβλίο του. Το άλλο μισό είναι ο αναγνώστης».
H Mάντρα είναι το δωδέκατο εκδομένο βιβλίο του το 2012 από τις εκδόσεις Πάργα, πριν από την αναμενόμενη έκδοση και άλλων έξι έντιτλων μυθιστορημάτων του, καθώς εξαγγέλλει στην τελευταία σελίδα. Και η επιλογή της παρουσίασης του παρόντος μυθιστορήματος σήμερα, που άλλωστε τού τη χρωστούσα από καιρό, συμπλέει με την επικαιρότητα των επετειακών ημερών και τη συμπλήρωση 40 χρόνων εισβολής και κατοχής.
Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του συγγραφέα, που δεν συνιστά τη συμπερασματική του αποτίμηση μετά την ολοκλήρωση και αυτού του μυθιστορηματικού του εγχειρήματος αλλά την προλογική του εφόρμηση, τα μυθιστορηματικά δρώμενα και τα δομικά στοιχεία της πλοκής τους διαφοροποιούνται από την πρωτογενή συγγραφή τού 1968 στην Αμμόχωστο, που «χάθηκε μέσα στη λαίλαπα της καταστροφής του 1974 μαζί με άλλα κείμενά» του. Και όπως εξομολογητικά μας πληροφορεί πιο κάτω, ο βασικός ιστός συνυφαίνεται με καινούργια νήματα εμπλουτισμού και προσαρμογής στην εποχή μας, εμπνευσμένα στις επινοητικές τους συλλήψεις από τους αλλοτινούς οραματισμούς και τις νεανικές του ιδέες για την αναζήτηση του αληθινού και του ιδανικού.
Η ανασύνθεση και η ανασυγκρότηση της νέας μυθιστορηματικής αποτύπωσης ουδόλως τον διαψεύδουν στις 230 σελίδες του βιβλίου, που αναδεικνύουν στη συνισταμένη τής συμπύκνωσής τους την αντίθεση δύο κόσμων είτε την αιώνια Ηρακλείτεια ή Ηράκλεια πάλη μεταξύ του κακού και του καλού και την κατίσχυση του καλού στη διαλεκτική τους σύνθεση. Η μάντρα του εύληπτου μυθιστορηματικού τίτλου στον μεταφορικό της συμβολισμό αποτελεί την αγωνιστική κονίστρα της αέναης αυτής διαμάχης, ενώ στον κυριολεκτικό της αποσυμβολισμό το εκκλησιαστικό ποίμνιο ενός χωριού, που με συνεκδοχικούς όρους δεν κατονομάζεται. Και ο καλός ποιμένας αυτής της «μάντρας» δεν είναι, ασφαλώς, άλλος από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, που πέρα από τα πλαίσια της ευφάνταστης μυθοπλασίας της ανήκει στον υπαρξιακό χώρο του πραγματικού. Το οξύμωρο, ωστόσο, της αντίφασης εδώ είναι ότι οι εκτός της «μάντρας» λύκοι, που ακυρώνουν την αποστολή του θεάρεστου έργου της βρίσκονται κατ’ επίφαση εντός και επιβουλεύονται τα αγαθά «λογικά πρόβατα», τους φτωχούς δηλαδή συγχωριανούς και δεινοπαθημένους πρόσφυγες, που αναγκάζονται από την κακοποίηση των «λυκάνθρωπων» να παραμένουν εκτός. Ο πάτερ Λαμπριανός, όμως, διάδοχος του παλιού μισητού ιερέα, δεν είναι μόνο ένας εμπνευσμένος θεολόγος και καλλιεργημένος κληρικός, αλλά με την ανθρωπιστική του δράση αποδεικνύεται και ένας συμπαραστάτης των εμπερίστατων συνανθρώπων του, που με το έμπρακτο παράδειγμα της ολόπλευρης προσφοράς του τους οδηγεί στη μάντρα της διαποίμανσής του. Δεν χαρίζει μόνο στη μικρή Μαργαρίτα ένα βιβλίο της Κερυνειώτισσας συμπατριώτισσάς της Ρήνας Κατσελλή, αλλά και βοηθεί μια φτωχή χήρα να γλυτώσει το κτήμα της από τα χέρια του εκμεταλλευτή κοινοτάρχη. Ξεσκεπάζει ακόμα τη συνωμοσία του με τον αρχιμανδρίτη, που κλέβοντας από το σκευοφυλάκιο τα ιερά τιμαλφή, τα μεταφέρουν στον κλεπταποδόχο χρυσοχόο γαμπρό του τελευταίου. Επιπλέον, καταφέρνει να παντρέψει τον άξεστο επαναστάτη Στασή, που για χρόνια, μη πατώντας στην εκκλησία, έμενε αστεφάνωτος με τρία παιδιά. Στην ποίμνη του καλού ποιμένος, εξάλλου, δεν χωρεί ο διαχωρισμός μεταξύ εθνικοφρόνων και υποκριτικά θρησκευόμενων δεξιών και αριστερών δήθεν άθεων και ανεκκλησίαστων. Έστω κι αν από τους αντίπαλους υποσκάπτεται, λοιδορείται και καταγγέλλεται με ανυπόστατα ψεύδη στον Μητροπολίτη, που τον θέτει προς στιγμή σε αργία, ο παπά-Λαμπριανός με την υποστήριξη του πολυπληθούς πλέον εκκλησιάσματός του και έχοντας παρά το πλευρό του τη συνοδοιπόρο πρεσβυτέρα του θα συνεχίσει στη «μάντρα» του το ποιμαντικό του έργο.       
Παρά την τοπική και χρονική απροσδιοριστία της ευθύγραμμης ανέλιξης της μυθιστορηματικής υπόθεσης, τα συμφραζόμενα του προσφυγικού πληθυσμού και οι ηλικιακές συνδηλώσεις των κύριων και δευτερευόντων προσώπων, καθώς και οι αντιδράσεις της νοοτροπίας τους  παραπέμπουν στα πρώτα χρόνια της εισβολής, της προσφυγιάς και του ξεριζωμού με τις έντονες ιδεολογικές διαφορές ανάμεσα στα δυο ξεχωριστά καφενεία του χωριού και τον αγώνα προσαρμογής των προσφύγων μακριά από τα σπίτια τους.  
 Αντί άλλου σχολιασμού ή συγκεφαλαιωτικού επιλόγου με επισημάνσεις πολλαπλών μηνυμάτων και εύγλωττων διδαγμάτων, ας δώσουμε τον λόγο στον καλό μας συγγραφέα Ανδρέα Ονουφρίου να μας αφηγηθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όπου καταφαίνεται η αρμονική σύζευξη του λογοτεχνικού δοκιμίου και της δόκιμης λογοτεχνικής αφήγησης με τους προσωπικούς τόνους μιας βιωματικής εγχάραξης: «Λίβας καυτός σάρωσε τη ζωή τους κι άφησε τ’ αποτυπώματά του στη φλούδα της ψυχής τους. Ανεξίτηλα κι άσβηστα από θάλασσες δακρύων.
Εκείνο το “επάρατον καλοκαίρι”! Μνήμες με δεκανίκια το κουφάρι της ζωής τους. Να ’ναι καλοδεχούμενος ο θάνατος στο δράμα του χαμού…Να πέσουν οι αγαπημένοι σου στα χέρια των Αγαρηνών και να μην ξέρεις πια σαν τι κουρέλια έγινε η ζωή τους!
“Μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό τους”! Και μετά, ο τρόμος. Διαφυγή; “Δεν έχει πλοίο, δεν έχει οδό” για σένα πια. Σκόρπισε ο Θεός από τούτα τα μέρη. Έλεος!...Έλεος! Ποιος φωνάζει; Και ποιος να σ’ ακούσει! Οι ισχυροί της γης δεν μετράνε έτσι τα δίκαια του ανθρώπου. Η αρπαγή και η λεηλασία λέγεται “μετατόπιση περιουσιών”. Οι Αττίλες είναι οι εκτελεστές της εντολής. Οι ψυχές μας δεν μετράνε. Τυχεροί όσοι σκοτώθηκαν. Οι αγνοούμενοι είναι μια μικρή υποσημείωση στα κιτάπια της Ιστορίας. Ποιος διαβάζει τις υποσημειώσεις; Σημασία έχει το κύριο κεφάλαιο.
Η μάνα και η αδελφή του, και χιλιάδες άλλοι, στον μαύρο κατάλογο. Έπεσαν “εις χείρας αλλοφύλων”. Αιχμάλωτοι πολέμου. Αγνοούμενοι. Ρωμιοί δεν βαριέσαι! Άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας. Υποσημείωση. Μικρά γράμματα, κανείς δεν τα διαβάζει.
Η μάνα και η αδελφή του. Δίκοπα μαχαίρια, από τότε, να κομματιάζουν την ψυχή του».
,
©  Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

           

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου