.

.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014


Βιβλιοπαρουσίαση


Πάτροκλου Σταύρου  Ο Παλαμάς και η Κύπρος
Εξ αφορμής μιας επιπλέον υστερογενούς παρουσίασης του βιβλίου του Πάτροκλου Σταύρου, ας μου παραχωρηθεί το δικαίωμα κάποιων γενικότερων σκέψεων και προβληματισμών για τη θέση και τον ρόλο του Παλαμά στα σημερινά πολιτισμικά μας δρώμενα. Εξάλλου, δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την πυροδότηση σε ένα εκτενέστερο προοίμιο από το έναυσμα του ίδιου του τίτλου, που επιδέχεται κατ’ αντιστροφή και προέκτασή του και άλλες ερμηνευτικές διαστάσεις: η Κύπρος και ο Παλαμάς σήμερα ή πιο διευκρινιστικά η Κύπρος και οι Παλαμικές υπομνήσεις.
Έτσι, η φετινή επέτειος των 70 χρόνων από την εκδημία του μεγάλου βάρδου της Φυλής και του άλλου εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά όφειλε, πιστεύουμε, να συσσωρεύσει μεγαλύτερη κομιδή φιλολογικών εκδηλώσεων, ειδικών αφιερωμάτων σε περισσότερα τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών και μιας σειράς εκλαϊκευμένων, έστω, άρθρων στον ημερήσιο τύπο γύρω από θεματικές πτυχές του πολύκροτου Παλαμικού έργου, όπως και συγκροτημένων, κατ’ εξοχήν, μελετών κάτω από την ανανεωμένη διαφωτιστική ματιά ενδιαφερομένων μελετητών του. Όχι μόνο γιατί εμείς εδώ στην Κύπρο, που τόσο αγάπησε και γνοιάστηκε ο μεγάλος ραψωδός του νεότερου Ελληνισμού τόσο με τον εμπνευσμένο ποιητικό και πεζό του λόγο όσο και με τις πολιτικές του πράξεις, παραμένουμε ανεξόφλητοι οφειλέτες του, αλλά γιατί στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε σήμερα χρείαν έχομεν πολλήν των διαχρονικών του παραινέσεων και των επίκαιρων προτροπών του.
Η πικρή αλήθεια είναι πως το ενδιαφέρον για το Παλαμικό έργο, αν δεν σώπασε εντελώς, τουλάχιστον, μειώθηκε αισθητά από τα μεταπολεμικά έως τα κατοπινότερα χρόνια με την εμφάνιση διαφορετικών αισθητικών ρευμάτων, νεωτερικών τεχνοτροπικών αποτυπώσεων και καινούργιων δήθεν ιδεολογικών προσλήψεων. Μελετώντας, όμως, ξανά και εγκύπτοντας στη βαθύτερη ουσία του μακρόπνοου αυτού κολοσσιαίου οικοδομήματος, δεν ανακαλύπτουμε, απλώς, τη διαχρονία της δημιουργικής του εμβέλειας και την αψευδή προφητικότητα της φωνής του, αλλά και νεοφανείς αστείρευτες πηγές άρδευσης στο ποιητικό τοπίο και τη δοκιμιακή κριτική σκέψη των πιο πρωτοποριακών συλλήψεων. Ως εκ τούτου, πέραν των ευρύτερων Παλαμικών εντρυφήσεων, το χρέος του Κυπριακού Ελληνισμού δεν πρέπει να περιοριστεί  στη συνέχιση των πάλαι ποτέ λαμπρών Παλαμικών εορτασμών στην Πάφο,[1] αλλά και στην επέκταση του θεσμού και στις άλλες μας πόλεις, ούτως ώστε να μελετηθεί εκ νέου το πολύτομο και πολύπλευρο έργο του Ελληνολάτρη ποιητή μας, ένα σημαντικό κεφάλαιο του οποίου αποτελούν οι πνευματικές του σχέσεις με την Κύπρο και οι καταλυτικές του επιδράσεις σε δικούς μας σημαντικούς δημιουργούς. Υπό το φως, μάλιστα, των σύγχρονων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και ηθικοπνευματικών μεταπτώσεων, αλλά και των οδυνηρών επιπτώσεων στον τόπο μας από την παγκόσμια οικονομική κρίση και την αλλοτριωτική παραχάραξη του αξιακού κώδικα των ελληνοπρεπών ιδεωδών μας προέχει η αξιοποίηση των υποθηκών και των καίριων μηνυμάτων του· εφόσον ο χαλκέντερος μέγας Παλαμάς δεν υπήρξε μόνο ο Ελληνοκεντρικός πατριδολάτρης ποιητής, μα και αναδείχθηκε σε έναν από τους οικουμενικούς ποιητές της πανανθρώπινης συνείδησης, ο χαλαστής του κακού κι ο πλάστης του καλού, που ευαγγελίζεται τη λύτρωση «για τ’ ανέβασμα ξανά» τόσο στη δική μας πατρίδα όσο και ανάμεσα στις πατρίδες του κόσμου.
Εστιάζοντας, λοιπόν, ζωηρότερο το ανακτημένο μας ενδιαφέρον και το ανανταπόδοτό μας χρέος απέναντι στον Κωστή Παλαμά, ανατρέχουμε πρώτιστα στις τεκμηριωμένες πληροφορίες και τις αναλυτικές προσεγγίσεις του έγκριτου μελετητή του κ. Πάτροκλου Σταύρου, ο οποίος, ήδη, το 1968 εξέδωσε στην Αθήνα το βιβλίο του Ο Παλαμάς και η Κύπρος,[2] που αποτέλεσε έκτοτε αξιόπιστο καταφύγιο αναφοράς, καθώς και ορμητήριο έμπνευσης για τη συγγραφή διαφόρων άλλων μελετών γύρω από το θέμα. Ένα έργο ζωής και αξιοθαύμαστο πόνημα 200 περίπου σελίδων, που δίκαια βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο από την Ακαδημία Αθηνών[3] ως καταξίωση του συγγραφέα για τα νέα Παλαμικά στοιχεία που έφερε στο φως και μαζί ως αναγνώριση για άλλη μια φορά του ιδρυτή της Νέας Αθηναϊκής ή Παλαμικής Σχολής. Το βιβλίο, με φιλοτέχνηση του εξωφύλλου από τον ζωγράφο και χαράκτη Α. Τάσσο, εμπνευσμένη από κυπριακό μοτίβο, καθώς και στην προμετωπίδα του με σχέδιο από τον ίδιο καλλιτέχνη της στοχαστικής μορφής του Παλαμά ανάμεσα στα βιβλία και τα χαρτιά του, αφιερώνεται στον Εθνάρχην Μακάριον, του οποίου, ως γνωστόν, υπήρξε στενός συνεργάτης και επί έτη υφυπουργός παρά τω προέδρω.
Το έργο, που πλην της ομώνυμης μελέτης και του ανέκδοτου Παλαμικού υλικού διανθίζουν τα υπό αναφοράν ανθολογημένα ποιητικά και πεζά κείμενα, άγνωστα ως επί το πλείστον στους πολλούς, έτυχε, όπως ήταν αναμενόμενο, ένθερμης υποδοχής και ευμενέστατων σχολίων, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον κυπριακό και αθηναϊκό τύπο:[4] «Το βιβλίο του κ. Σταύρου επροκάλεσε το γενικώτερο ενδιαφέρο του πνευματικού και λογοτεχνικού κόσμου της χώρας και ιδιαίτερα των “Παλαμιστών” που έχουν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής δημιουργίας και δραστηριότητάς των στην έξαρση, ερμηνεία και τοποθέτηση του εμπνευσμένου Παλαμικού έργου (ποιητικού και πεζού) μέσα στην πολυτάραχη νεοελληνική πνευματική ζωή των τελευταίων εκατόν χρόνων. […] Ο εκλεκτός πνευματικός άνθρωπος και φίλος κ. Κατσίμπαλης, ο γνωστός Έλληνας μελετητής του παλαμικού έργου, που αφιέρωσε όλη τη ζωή του και το πνευματικόν ταλέντο του στη συγκέντρωση, αποδελτίωση, αξιολόγηση, τοποθέτηση και επανέκδοση ολόκληρου του Παλαμικού έργου, παίρνοντας αφορμή από τη δημοσίευση των πέντε ανέκδοτων επιστολών του Κωστή Παλαμά, αφιερώνει στο “Βήμα” (30 Ιουνίου) ολοσέλιδο κριτικό σημείωμα γύρω από το βιβλίο του κ. Σταύρου, υπογραμμίζοντας “τα αληθινά και ενδιαφέροντα νέα στοιχεία που φωτίζουν όχι μόνο τις σχέσεις του Παλαμά με την Κύπρο, αλλά και τη φυσιογνωμία του ίδιου του ποιητή”». Όσον αφορά στο τελευταίο, τονίζουμε με τη σειρά μας ότι ο αξιοπρόσεχτος τούτος συγγραφικός καρπός του δικού μας εμπνευσμένου Παλαμιστή δεν συνιστά μόνο σταθμό στα Παλαμικά μας πράγματα, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο τη δαψιλή παραγωγή τους, ποσοτική και ποιοτική, αλλά και προσθέτει εμφανείς ψηφίδες στην ψυχογράφηση της προσωπογραφίας του Παλαμά, που αντανακλούν τις πάλλουσες χορδές του ευαίσθητου ψυχισμού του και τα ευγενή οράματα ενός αεικίνητου ουμανιστικού πνεύματος.  
Στον προϊδεαστικό του πρόλογο ο Πάτροκλος Σταύρου, πλήρης ευγνωμοσύνης κατά πρώτο λόγο προς τον Παλαμά για τους αμοιβαίους δημιουργικούς του δεσμούς με την Κύπρο και κατά δεύτερο λόγο προς όσους έθεσαν στη διάθεσή του ανέκδοτες επιστολές, επεξηγεί στον αναγνώστη τη δομή του περιεχομένου: «Στο πρώτο μέρος του περιλαμβάνεται μελέτη των αναφορών του Παλαμά στην Κύπρον και σε Κυπρίους. Στο δεύτερο δημοσιεύονται δέκα ανέκδοτα γράμματα του ποιητού προς Κυπρίους, έξι προς την Μαρίαν Ελευθερίου και τέσσερα προς τον Σίμον Μενάρδον. Στο τρίτο μέρος συνεκεντρώθησαν τα κείμενα των αναφορών του Παλαμά στην Κύπρον και σε Κυπρίους. Για την περισυλλογήν των έγινε επίμονος αναδίφησις του έργου του ποιητού στα βιβλία του και σε περιοδικά και εφημερίδες. Η εξέτασις των μελετών ή, γενικά, των αναφορών Κυπρίων για το έργον του Παλαμά, που θα ήταν και μια μορφή Κυπριακής παλαμικής βιβλιογραφίας, θα ημπορούσε να αποτελέση σκοπόν ενός ιδιαιτέρου βιβλίου». Τα όσα επισημαίνει προλογικά ο συγγραφέας επιβεβαιώνονται μέσα από την ορθολογική και εύληπτη δόμηση του βιβλίου του και στοχεύουν, αναντίλεκτα, μέσα από το περιεχόμενό του στην παροχή κινήτρων για τη συστηματική περαιτέρω ενασχόληση με το Κυπρολογικό Παλαμικό έργο. Η κοπιώδης αναζήτηση και η άοκνη προσπάθεια για εντοπισμό και άλλων συναπφότερων αναφορών φαίνεται ότι εξακολουθεί να αμείβεται,[5] όπως και η παρακίνηση για την συγγραφή σχετικών βιβλίων ή μονογραφιών με βάση τις υπάρχουσες μελέτες και τις νεότερες αναφορές θα έχει μεγαλύτερο αμειπτικό όφελος.
Εν πρώτοις, η μελέτη, υπομνηματισμένη με 70 υποσημειώσεις και παραπομπές, που ευρετηριάζονται στον «πίνακα προσώπων και πραγμάτων», ο οποίος επιτάσσεται του βιβλίου, αποτελεί στην αρχική της μορφή διάλεξη που δόθηκε κατά την «Παλαμικήν Εορτήν 1966» του Φυσιολατρικού Ομίλου Πάφου, το 1967 στον Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο Λάρνακας και τον επόμενο χρόνο συμπληρωμένη στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στην Αθήνα, καθώς και στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Με μια φιλολογική γραφίδα άρτιας δοκιμιακής έκφρασης και αυστηρού κριτικού λόγου, αλλά και γλαφυρής καλλιέπειας, ανάλογης της Παλαμικής ποιητικότητας, παραθέτει και σχολιάζει είτε αυτούσια είτε αποσπασματικά ποιητικά και πεζά κείμενα με αναφορές στην Κύπρο, σε πνευματικές μορφές και ηγετικές φυσιογνωμίες, σε ιστορικά γεγονότα και μυθολογικά δρώμενα, στους θρύλους και στις παραδόσεις της. Η μελέτη μάς καλωσορίζει με το ιστορικό εκείνο καλωσόρισμα του ποιητή της κυπριακής αντιπροσωπίας στα πλαίσια της «Κυπριακής Έκθεσης» στην Αθήνα το 1901 μέσα από το ποίημά του «Κύπρος», που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «διθυραμβικό της λευτεριάς τραγούδι, που γέννησε και γεννάει σκιρτήματα υπερηφάνειας στις καρδιές, που επιβεβαιώνει την αθανασία της ακατάλυτης Ελληνικής ψυχής, που μέσα στης Κύπρου “τ’ ωραίο πολύπαθο κορμί δεν έσβυσε. Και ζη, και ζη, και ζη”». Σημειώνει, επίσης, ότι δημοσιεύεται στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα με παραλειπόμενους στίχους λόγω της λογοκρισίας, που ασκούσαν οι Άγγλοι κατακτητές, όπως και σε άλλα Παλαμικά κείμενα. Και ενώ το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Ν. Γ. Πολίτη το άλλο πολύστιχο υμνητικό του ποίημα με τον παρεμφερή τίτλο «Η Κύπρος πάλι» «αφιερώνεται στο φίλο Ν. Κ. Λανίτη, τον Κύπριο πρωταθλητή» και είναι  εμπνευσμένο από το επαναστατικό κίνημα της Κύπρου εναντίον των Άγγλων στις 21 Οκτωβρίου 1931.
Μεταξύ των αφιερωμένων ποιημάτων στη Μαρία Ελευθερίου, που δόνησε τις χορδές του Παλαμά, περιλαμβάνεται και η μετάφραση του ποιήματος του Noμπελίστα Γάλλου ποιητή Sully Prudhomme[6] «Caresses» («Τα χάιδια»). Ωστόσο, εκτός από τα αυτοτελή ερωτικά ποιήματα, «Τα τραγούδια μου», «Στη γραμμένη ακρογιαλιά», «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια», «Παθητικός ύμνος», «Όλες τις αγάπες», «Όλα τ’ αηδόνια» και «Αφιέρωμα», γραμμένα για την αγαπημένη του ωραία και φιλόμουση συμπατριώτισσά μας και δημοσιευμένα σε διάφορες ποιητικές συλλογές, αφιερώνει δυο τετράστιχα στον εξόριστο εθνικό μας αγωνιστή στην Αθήνα Νικόλαο Κλ. Λανίτη και στις δυο του κόρες Δομνίτσα και Ισμήνη. Εξάλλου, μέσα από τον πόνο της Μικρασιατικής καταστροφής και του ξεριζωμού από τη γη της Ιωνίας θα αφιερώσει στον Σίμο Μενάρδο «Το τραγούδι των προσφύγων», σημαδιακά προφητικό για τη μετέπειτα δική μας τραγωδία της προσφυγιάς. Με επιπλέον ένα ποίημα «Στο Σίμο Μενάρδο» θα τιμήσει τον μεγάλο Κυπρολόγο Φιλόλογο, όπως και «Στον ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση», με τον οποίο αλληλογραφεί συστηματικά, θα αφιερώσει το ομώνυμο ποίημα. Στίχους με αναφορές στην Κύπρο συναντούμε και σε άλλες ποιητικές του συνθέσεις, καθώς το νησί της Αφροδίτης και οι μακροχρόνιοι άνισοι αγώνες του για ελευθερία στάθηκαν για τον Παλαμά διαρκής πηγή έμπνευσης και βωμός ποιητικής κατάθεσης των πιο αληθινών του αισθημάτων. Έτσι, με σύντομους σχολιασμούς και εύστοχες φιλολογικές παρατηρήσεις ο Σταύρου μάς υπενθυμίζει τα ποιήματα: «Ο Ύμνος της Αθηνάς», «Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα», «Η ξενητεμένη», «Οι θεοί», «Το κελλί», «Το κορμί».
Ο Παλαμάς με την πληθωρικότητα της έμπνευσης και της πολυεπίπεδης συγγραφικής του διάνοιας γράφει, ακόμα, κριτικά μελετήματα και άρθρα για ποιητικά έργα Κυπρίων, όπως του Δημήτρη Λιπέρτη, του Πάνου Χ. Παπαδόπουλου, του Πέτρου Βασιλικού, του Ζήνωνος Ρωσσίδη, του Παύλου Κριναίου και άλλων. Δεν παραλείπει, επίσης, να εξυμνήσει τα πετραρχικά σονέττα και τα κυπριακά δημοτικά τραγούδια, να  επαινέσει κυπριακά έντυπα της εποχής και να αποφανθεί με εύστοχες κρίσεις για την πνευματική ζωή της Κύπρου. Αλληλογραφεί με σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως τον Μ. Δ. Φραγκούδη και τον Μ. Νικολαΐδη, δίνει συνεντεύξεις και συναντάται με Κυπρίους των Γραμμάτων, όπως τον Άντη Περνάρη. Προς τον τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου της Κύπρου Μητροπολίτην Πάφου Λεόντιον γράφει μεταξύ άλλων το 1936: «…πληροί ανέπαφον την σκέψιν μου η εικών της Κύπρου, Ελληνίδος απαραγράπτου από αιώνων, παρ’ όλας τας εθνικάς εναντιότητας». Οι σκέψεις του, όμως και οι ποιητικές του ενατενίσεις δεν μένουν μόνο στα χαρτιά, αλλά γίνονται επαναστατικές πράξεις ζωής και έμπρακτες εκδηλώσεις αντίστασης, όταν ο ποιητής, όπως προσθέτει ο συγγραφέας, «αποτελεί μέλος της 45μελούς υπό τον ναύαρχον Κουντουριώτην “Κεντρικής επί του Κυπριακού Επιτροπής”» και συνυπογράφει τη σχετική προκήρυξη για συμπαράσταση προς τον αγωνιζόμενο λαό της Κύπρου. Την προτεραία του πολιτικού μνημόσυνου για τους πεσόντες του 1931, που οργανώθηκε δυο χρόνια αργότερα από την Κυπριακή Φοιτητική Νεολαία στον «Παρνασσό», δημοσιεύει ενυπογράφως το εξής μήνυμα: «Η Κύπρος και τα Δωδεκάνησα είναι και πρέπει να είναι η Μεγάλη Ιδέα της Ελληνικής ψυχής». Ενώ η επιστολή του προς την Κυπριακή Νεολαία τον επόμενο χρόνο επ’ ευκαιρία τελετής για την Κύπρο στον Μνημείο το Άγνωστου Στρατιώτου βρίθει εθνεγερτικών πατριωτικών μηνυμάτων: «Η Κυπριακή Νεολαία δεν πρέπει να παύση από του να κρατή και να ανυψώνη σε κάθε περίστασι το λάβαρο της πατριδολατρείας και της διαμαρτυρίας». Ο συγγραφέας στον επίλογο της περιεκτικής αριστοτεχνικής του μελέτης, μνημονεύοντας την έκφραση της ευγνωμοσύνης του ποιητή προς την Κύπρο που  τίμησε με πανηγυρικούς εορτασμούς την πεντηκονταετηρίδα του το 1926, μας μεταφέρει το σοφό παράγγελμα του Παλαμά, που απηχεί περισσότερο παρά ποτέ σήμερα πιο εύγλωττα και επιτακτικά: «Αυτό θα ήταν το ιδεώδες, αν ο κόσμος αυτός μπορούσε να τα εφαρμόζη τα ιδανικά, κι όχι μονάχα να τα ονειροπολή».
Στο Β΄ μέρος του βιβλίου ενσωματώνονται τα έξι γράμματα του Παλαμά προς την Μαρίαν Ελευθερίου (Γκαφφιέρο), τα τρία εκ των οποίων και σε αυτόγραφη μορφή, που προτάσσονται των επιστολών, γραμμένων από τον Σεπτέμβριο του 1923 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1925, καθώς και τέσσερα γράμματα προς τον Σίμον Μενάρδον, που εκτείνονται χρονικά από τον Αύγουστο του 1921 έως τον Φεβρουάριο του 1929. Από το πολύτιμο αυτό επιστολικό αρχείο καταγράφονται χρήσιμες πληροφορίες όχι μόνο ως προς τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση του ποιητή κατά την περίοδο εκείνη, την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής στην Αθήνα και την Κύπρο και κάποια ελλαδικά πανεπιστημιακά δρώμενα, αλλά και αποτιμήσεις του ποιητή για ορισμένα έργα του. Ενδεικτικά, προς το τέλος του Στ΄ γράμματος σημειώνει: «Τα καλύτερα κομμάτια του βιβλίου [Πεντασύλλαβοι] είναι, υποθέτω, η πρώτη σειρά των “Παθητικών κρυφομιλημάτων”».
Στο Γ΄ μέρος, που τεκμηριώνει το Α΄ μέρος της μελέτης του Πάτροκλου Σταύρου, συγκεντρώνονται τα κείμενα, που είτε έχουν αναφερθεί ως τίτλοι είτε έχουν ακροθιγώς σχολιαστεί, επισημαίνοντας τις περί Κύπρου μονολεκτικές ή εκτενέστερες αναφορές. Στο μέρος αυτό, που αριθμεί και τις περισσότερες σελίδες, αφήνεται να ακουστεί η φωνή του ποιητή, που μας κάνει με τα όσα ενδιαφέροντα, γνώριμα ή λησμονημένα μας θυμίζει, να την αφουγκραστούμε μέσα από τους μελωδικούς κραδασμούς και τα εξαίσια ποιητικά της σκιρτήματα, καθώς και τον πλούτο των γνώσεων μαζί με τις ευθύβολες παρατηρήσεις και τις οξυδερκείς του κρίσεις πάνω σε κυπριακά θέματα και κείμενα. Εκτός από τα ποιήματα και τα γράμματα προς φίλους του ποιητή και προς οργανωμένα σύνολα, παρατίθενται ολοκληρωμένα είτε αποσπασματικά άρθρα χρονογραφήματα μελέτες, που όχι απλώς μαρτυρούν, αλλά και υπογραμμίζουν με τον εμφαντικότερο τρόπο την πηγαία Κυπρολατρία του Παλαμά ως αδιάσπαστο ομφάλιο λώρο της Ελληνολατρίας του και μάλιστα σε κορυφαίες στιγμές των σύσσωμων αγώνων του έθνους. Ενδεικτικό παράδειγμα ένα απόσπασμα από άρθρο του, γραμμένο το 1908 και αναδημοσιευμένο στην εφημερίδα Αλήθεια της Λεμεσού το 1938 και που δεν θα μπορούσε παρά να μας μεταδώσει σήμερα τις πιο καίριες υποδείξεις: «Στη γλώσσα του Κυπριώτη λαού νομίζω πως απόμεινε τόνομα Έλλην με τη σημασία του αντρειωμένου. Κι αλήθεια, χρειάζεται μια πνοή ηρωϊσμού να φυσήξη στες καρδιές των Ελλήνων, πέρα και πέρα. Και ηρωϊσμό λέγοντας εννοώ το θάρρος και την ενέργεια και τη δουλειά για την ιδέα, για την ιδέα που είναι αλήθεια και που είναι εθνοσώστρα, έξω από κάθε φανταστικό παραστράτισμα, έξω από τα μικροσυμφέροντα της τσέπης».
Ο Κωστής Παλαμάς, ο ποιητής του Δωδεκάλογου του Γύφτου, της Φλογέρας του Βασιλιά και των Τραγουδιών της πατρίδας μου, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στη μικρή μας πατρίδα, αφιερώνοντάς της το πιο γλυκό τραγούδι της αγάπης του μέσα από τους τρυφερούς του στίχους και τα ρωμαλέα του λυρικά κείμενα. Ο Πάτροκλος Σταύρου, ένας από τους λάτρεις και σημαντικούς μελετητές του Παλαμικού έργου έπραξε, επίσης, στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στον εθνικό ποιητή της Ρωμιοσύνης. Το έργο του Ο Παλαμάς και η Κύπρος δεν είναι μόνο ένα φωτεινό ορόσημο αναφοράς, αλλά και ανεκτίμητο κτήμα εσαεί, που μας καλεί επειγόντως να μελετήσουμε με καινούργια όραση τα μεγάλα οράματα του Κυπρολάτρη Ποιητή και τα αγέραστα οικουμενικά του μηνύματα.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή             
                    
      
                       






[1] Βλ. Γεωργίου Σ. Ηλιάδη, Ο Παλαμάς και η Πάφος, Πάφος 1981.
[2] Ο τίτλος του βιβλίου συμπληρώνεται με τον υπότιτλο «Δέκα ανέκδοτα γράμματα του ποιητού», ενδεικτικό των ερευνητικών επισημάνσεων του συγγραφέα για ανέκδοτες πτυχές του Παλαμικού έργου. Προσδιορίζεται, επίσης, με ακριβολογικό και υπαινικτικό κατά προέκταση νόημα ως μελέτη η ειδολογική του κατάταξη, εφόσον οι 35 πρώτες σελίδες αποτελούν το αμιγές του μελέτημα «Ο Παλαμάς και η Κύπρος», ενώ τα άλλα κείμενα, ανέκδοτα ή δημοσιευμένα στα βιβλία του Παλαμικού corpus και εγκατεσπαρπένα στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο συνιστούν, όπως και ο συγγραφέας τονίζει στον πρόλογό του, πρόσφορες πηγές Παλαμικών μελετών.
[3] Ο Πάτροκλος Σταύρου υπήρξε ο πρώτος Κύπριος, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1969. Ήταν μαζί μια έμμεση επιβράβευση του Παλαμικού έργου και μια συνέχεια της βράβευσης του Παλαμά το 1925 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών  της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διορίστηκε μέλος το 1926, ενώ το 1929 εξελέγη πρόεδρός της.
[4] Βλ. εφ. Ο Φιλελεύθερος, 4 / 7 / 1968, σ. 3.
[5] Ο Ανδρέας Σοφοκλέους έχει εντοπίσει πρόσφατα
[6] Απ’ όλους τους ξένους ποιητές που μεταφράζει ο Κωστής Παλαμάς στο βιβλίο του Ξανατονισμένη Μουσική ο Sully Prudhomme κατέχει την πρώτη θέση, εφόσον μετέφρασε 30 ποιήματά του. Εξάλλου, ο Γάλλος Παρνασσιστής με την ελληνολατρία και τον φιλοσοφικό του στοχασμό ενέπνευσε στο Παλαμικό έργο γόνιμες επιδράσεις.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου