.

.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014



Βιβλιοπαρουσίαση

Ανδρέα Κλ. Σοφοκλέους  Μεσόγης  Ανάθημα
Όταν οι θύμησες ξυπνούν…

Ο Ανδρέας Σοφοκλέους  με το βιβλίο του υπό τον τίτλο Μεσόγης Ανάθημα, που εκδόθηκε την περσινή χρονιά, εμπλουτίζει όχι μόνο τη λογοτεχνική μας αφηγηματογραφία, αλλά και τις λαογραφικές βιβλιογραφικές πηγές για τα χωριά της κυπριακής υπαίθρου. Οι ενδιαφέρουσες αφηγηματικές του ιστορίες, εμπνευσμένες από τη γενέτειρά του, συνθέτουν μιαν πανοραματική τοιχογραφία, οι πολύχρωμες ψηφίδες της οποίας προσθέτουν τις δικές τους διακριτές μορφές στον παλιό εκείνο αρχοντικό «κόσμο της Κύπρου», που ζωντανεύει ο μνημειώδης πίνακας του Διαμαντή.
Ο συγγραφέας με τον λόγο του δικού του χρωστήρα έρχεται να καταθέσει τον αξιέπαινο οβολό του στο αρχείο της μνήμης μέσα από τις παιδικές και εφηβικές του αναμνήσεις, καθώς και τις παράλληλες αφηγήσεις επιζώντων, για να μη χαθούν στη σκόνη της λήθης. Όπως πληροφοριακά σημειώνει στον πρόλογό του, οι βιωματικές αυτές ιστορίες διαδραματίζονται στις δεκαετίες του 1940 και 1950, όπου οι άνθρωποι «ζούσαν ακόμα την πρωτογενή φάση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, κάτω από τη σκληρή Βρετανική αποικιοκρατική διακυβέρνηση», συνιστώντας έτσι μιαν άτυπη, αλλά και τόσο ευάρεστα εύληπτη κοινωνιολογική μελέτη της εποχής για ένα παραπλήσιο χωριό της Πάφου με τις δικές του κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, τις οικιακές, αγροτικές και επαγγελματικές ενασχολήσεις και περιβαλλοντικές ιδιαιτερότητες.
Παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τις πρώτες αυτοβιογραφικές σελίδες γύρω από τον «Πάγκο» του υποδηματοποιού πολυπράγμονα πατέρα του και συνάμα ταχυδρομικού πράκτορα, Κοινοτάρχη και Προέδρου της Σχολικής εφορείας, καθώς και γύρω από την κλίνη της ανάπηρης «Μητέρας» του, σύμφωνα με τους τίτλους των αντίστοιχων αφηγημάτων. Από τη χορεία των συγγενικών του προσώπων δεν λείπουν, ασφαλώς, η γιαγιά και η δεύτερή του μάνα «Η Ιουλιανή», η  εξαδέλφη του «Η Μάρω», που έφυγε στα 17 της χρόνια, «Ο θείος Ευριπίδης» με τη φιλοσοφική και θυμοσοφική διάθεση. Οι λεπτοφυείς χαρακτηρολογικές περιγραφές των σωματικών και ψυχικών φυσιογνωμικών τους στοιχείων, οι ιδιορρυθμίες και οι συναισθηματικές τους αντιδράσεις, τα ήθη και τα έθιμά τους, οι αποτιμήσεις των συνηθειών και των ασχολιών τους, καθώς και οι διαπροσωπικές τους σχέσεις με τους συγχωριανούς φιλοτεχνούν τις πινελιές και τις φωτοσκιάσεις στην προσωπογραφία τους. Είναι, όμως, και οι άλλοι, οι αυτόχθονες τύποι του χωριού και οι ξένοι του κάτοικοι, που εγκαταστάθηκαν εκεί κάτω από διάφορες συγκυρίες, καθώς και  όσοι πέρασαν από τη Μεσόγη, το μεταιχμιακό εκείνο μέρος από το Κτήμα προς την Πόλη της Χρυσοχούς, αφήνοντας έντονα τα χνάρια και ανεξίτηλη τη θύμησή τους.
Ο Σοφοκλέους δεν παραλείπει και άλλες αξεθώριαστες αναμνήσεις από τα    σχολικά του χρόνια του Δημοτικού και του Γυμνασίου, τις ξέγνοιαστες καλοκαιρινές διακοπές και τις σκανδαλιάρικες πονηριές των συνομηλίκων, καθώς και την εθνική δράση της πολύτιμης συνεισφοράς τους στον Αγώνα. Στο αφήγημα «Το κουλούρι, το τυρί και ο όρκος» πρόκειται για τον ιερό όρκο της ΕΟΚΑ, που οι δεκαεπτάχρονοι εκείνοι μαθητές, ενταγμένοι στους σκοπούς της Οργάνωσης, για μην ανακαλυφθούν από τους Εγγλέζους, πράττοντας το απαράβατό τους χρέους, αναγκάστηκαν να τον καταπιούν, πράξη που παραπέμπει στη ρήση της «Αποκάλυψης»:  «καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό». Άκρως συγκινητικά τα όσα επιμαρτυρεί και μνημειώνει εδώ ο συγγραφέας: «Έτσι ο όρκος της ΕΟΚΑ μπήκε για καλά μέσα μας, έγινε μέρος του είναι μας και μας υπενθύμιζε πάντα το χρέος και το καθήκον μας προς την πατρίδα». Εκτός από τις σελίδες αυτές, ενδεικτικές των αγνών πατριωτικών ιδανικών της μαθητιώσας νεολαίας στον επικό μας Αγώνα, είναι και άλλες σημαντικές από την τοπική ιστορία της Πάφου, όπως «Η Εκκένωση» κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και  «Ο σεισμός του 1953». Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου το αφήγημα «Ο Πάπουτσος και τα Χασαμπουλιά» αφορμάται από τη δράση τριών Τουρκοκυπρίων φυγόδικων ληστών και φονιάδων από τα Μαμώνια, που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος  στα ορεινά χωριά της Πάφου κατά τα τέλη του ΙΘ΄ αιώνα.
Ο Ανδρέας Σοφοκλέους με το Μεσόγης Ανάθημα,  ένα πολύτιμο αποθησαύρισμα της μνήμης και των νεανικών του αναμνήσεων, που συνιστά αληθινή κατάθεση  ψυχής  ανάμεσα σε μιαν πλειάδα άλλων σημαντικών του καταγραφών, μας κάμνει κοινωνούς του απαρέγκλιτου χρέους: να γνωρίσουμε αυτό τον κόσμο τον μικρό τον μέγα σε τούτη την αγαπημένη κώχη της πατρίδας, για να αναγνωρίσουμε και εκεί τις ρίζες και τις παραδόσεις της αυθεντικής μας ταυτότητας. 

 Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή      

         

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Το διηγηματικό έργο του Ανδρέα Καπανδρέου



[Αποδράσεις από τον κόσμο των φαινομένων
στο φαντασιακό πεδίο του αφανούς]

Από μόνοι τους οι τίτλοι των δύο βιβλίων του Ανδρέα Καπανδρέου, χωρίς τους διευκρινιστικούς τους υπότιτλους και δίχως τους σημειολογικούς ενδεικτικούς προϊδεασμούς στα οπισθόφυλλα, θα μπορούσαν εκ πρώτης όψεως να παραπλανήσουν πως πρόκειται για δελεαστικά εύληπτα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας το πρώτο και μεταφυσικού μυστηρίου το δεύτερου.
Ωστόσο, ξεδιπλώνοντας τις σελίδες τους, Το τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν από τις εκδόσεις Επιφανίου και Ο γιος της Μάγισσας από τις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, δεν είναι παρά τα αρχικά διηγηματικά κείμενα των αλλόκοτων διηγημάτων ή των αλλόκοτων ιστοριών, καθώς ο ίδιος διαφοροτρόπως τα υποτιτλίζει με τις συνώνυμες διευκρινίσεις της ειδολογικής τους κατάταξης. Και δικαίως, θα έλεγα, τους δανείζουν τους αντίστοιχους φερώνυμους τίτλους, όχι επειδή, απλώς, τα προτάσσει ο συγγραφέας, αλλά γιατί οι δυο αυτές αριστοτεχνικές νουβέλες δίνουν εκ προοιμίου τα καλύτερα διαπιστευτήρια της διηγηματικής του γραφής και μαζί τα μελλοντικά εχέγγυα για τη δημιουργία προσωπικής συγγραφικής ταυτότητας. Μιας ταυτότητας που εν δυνάμει περιέχει το σπέρμα της ανθοφορίας και ευκαρπίας του είδους, αλλά και προοιωνίζει υποσχετικά τη μετεξέλιξή του σε συνθετότερες και περιπλοκότερες αρχιτεκτονικές δομές μυθιστορηματικής αποτύπωσης.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που τα δυο πρώτα αυτά διηγήματα ηχούν ως προανάκρουσμα ζωηρού αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα υπόλοιπα των βιβλίων· μήτε λόγω ποσοτικής έκτασης σε σχέση με τα περισσότερα των περιεχομένων τους τα απεκάλεσα νουβέλες, αλλά κατ’ εξοχήν λόγω των εσωτερικών ποιοτικών τους χαρακτηριστικών, ήτοι των εγγραφών της έκτυπης αφηγηματικής τους σφραγίδας: την ενδιαφέρουσα μυθοπλαστική τους πλοκή, τη δράση των προσώπων μέσα από γοργούς ρυθμούς συνεκτικών εναλλασσόμενων δρώμενων προώθησης του μύθου και την αποκρυπτογράφηση των θρυλικών ή ιστορικών πραγματολογικών τους στοιχείων σε ένα στέρεο υπόβαθρο αναφοράς και μέσα από μιαν παραστατική εικονοπλασία σκηνικής εκτύλιξης ή κινηματογραφικής ροής των επεισοδίων.
Η ειδοποιός διαφορά, όμως, που διακρίνει τόσο τα μυθογραφήματα αυτά όσο και τα άλλα της ευοίωνης διηγηματικής συγκομιδής του Καπανδρέου είναι λιγότερο η θεματική της σύλληψης, και κατά πολύ περισσότερο  ο αναπάντεχος αιφνιδιασμός από την επινοητική εξέλιξη και το ευφάνταστο τέλος των ιστοριών, που άλλοτε φιλοτεχνεί με αδρές περιγραφικές πινελιές και άλλοτε ζωντανεύει με λεπτοφυείς φωτοσκιάσεις και λεπταίσθητες ψυχογραφικές αποχρώσεις. Για τούτο και στον κατηγορικό προσδιορισμό των ιστοριών ως αλλόκοτων, κατά τον συγγραφέα, δεν επαληθεύεται η ετυμολογική έννοια του αλλόφρονος και παρανοϊκού, αλλά του ξενίζοντος και εξωπραγματικού. Στην αντιθετική διάσταση του αντικειμενικού εξορθολογισμού και της υπερβατικής προθετικότητας της υποκειμενικής συνείδησης κατά τη Φαινομενολογία του Husserl, αλλά και στη διαλεκτική τους σύνθεση θα απέδιδα τη συσχετική έννοια των ψυχογραφημάτων με την εξής υφολογική και θεματολογική διαστρωμάτωση: ένα αμάλγαμα από ασθματικούς μετεωρισμούς αστυνομικού κοινωνικού θρίλερ με εξπρεσιονιστικές συντέμνουσες και συγκοπτόμενους ήχους με αισθαντικές δονήσεις παρατεταμένων απόηχων, μεταιχμιακά διλήμματα και ανυποψίαστες ανατροπές επαναστατικών έως αιρετικών μυθοπλασιών και αληθοφανών συλλήψεων και ενίοτε ένα υπόστρωμα από πικάντικο χιούμορ με το διαβρωτικό αισθητήριο έξυπνων ευθυμογραφημάτων· έτσι που να επιβάλλει ή μάλλον να υποβάλλει με προσιδιάζοντες σκηνογραφικούς φωτισμούς τους δικούς του έντεχνους όρους παιγνιδιού σε «μια διαφορετική παρτίδα σκάκι», κατά το ομώνυμο διήγημα, και κερδίζοντας το τουρνουά μπροστά στα σχεδόν αμήχανα μάτια του συμπαίκτη του αναγνώστη. Γιατί ως εκ της διφυούς ιδιότητάς του θα συμφωνούσε απόλυτα με τον Βασίλη Αλεξάκη ότι ο συγγραφέας και ο αναγνώστης είναι συνδημιουργοί του βιβλίου άρα συμπαίκτες συνανάγνωσης στη μεγάλη λογοτεχνική σκακιέρα.
Αβίαστα, λοιπόν, προδικάζω ότι με προσφυείς προσαρμογές και επιμηκύνσεις προεκτάσεων κατά το Αριστοτελικό εικός και αναγκαίον ο διηγηματογράφος είναι έτοιμος να επιχειρήσει πιο μακρόπνοα έργα μυθιστορηματικής υφής ή μιαν πιο επιδέξια «βουτιά του δύτη» σε βαθύτερα νερά της λογοτεχνίας μας, για να χρησιμοποιήσω ξανά έναν από τους διηγηματικούς του τίτλους. Τοσούτω μάλλον εάν η ευρηματική γραφή επενδυθεί κατ’ αντάξια αναλογία με ένα ευφυέστερο και ευστοχότερο λεξιλόγιο, εμπλουτίζοντας τα εφόδια της γλωσσικής του σκευής. Και δεν εννοώ, ασφαλώς, να υποπέσει σε λεξιλογικές επιτηδεύσεις αχρείαστου εντυπωσιασμού εις βάρος της επικοινωνιακής αμεσότητας και μιας οιονεί σκόπιμης εκφραστικής φυσικότητας, παρά το ευθύβολο λεκτικό σασπένς της αναγνωστικής έκπληξης.
Πώς, εντούτοις, ο ίδιος στο «σημείωμα του συγγραφέα», που προτάσσει στο δεύτερο κατά σειράν εκδοτικό του εγχείρημα, μας παρουσιάζει τον τρόπο της συγγραφικής του δημιουργίας και την ευκταία πρόθεση πρόσληψής της από τον μέσο, προφανώς, έως τον επαρκή αναγνώστη; Επεξηγεί με αλκοολούχους συνειρμούς μεταφορικών σχημάτων και παραστατικούς φραστικούς υπαινιγμούς: «Τα διηγήματά μου τα παρομοιάζω με σφηνάκια λογοτεχνίας, που φτιάχνονται στο μπλέντερ του υπολογιστή, με την ανάμιξη του φανταστικού με τον πραγματικό κόσμο και γαργαλούν με καινούργια συναισθήματα το μυαλό. Θέλω να μεθύσω τον αναγνώστη με τα δικά μου σφηνάκια λογοτεχνίας. Να του προκαλέσω μια ζάλη ανατρεπτική, διαφορετική, αλλόκοτη, σχεδόν πρωτόγνωρη». Τέτοια τονίζει μεταξύ άλλων, αν και πιστεύω πως και χωρίς την αναγραφή των προδιαγραφών στα σφηνάκια του, θα επέτεινε τη γευστική περιέργεια με το άνοιγμα της διηγηματογραφικής αυλαίας.
Κατά έναν άλλο τρόπο ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ένας από τους σημαντικότερους στυλίστες και πλέον πνευματώδεις συγγραφείς μας του προπερασμένου αιώνος, είχε επιστρατεύσει τη μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή το «ανθυπνωτικόν φάρμακο» κατά τον ίδιον, που με πρωτοποριακά λεκτικά και νοηματικά τεχνάσματα αφύπνιζε τον αναγνώστη και κρατούσε σε εγρήγορση αμείωτο το ενδιαφέρον του. Ας μην ξεχνούμε, παρεμπιπτόντως, ότι ο ευφυολόγος αυτός κομψογράφος και «πνευματικός οδηγός» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, κατά τον Λίνο Πολίτη, υπήρξε μέγας βιβλιόφιλος και βιβλιοθηκάριος της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών. Θα εμμείνω στον Ροΐδη για δυο ακόμα παράλληλους μα και συγκλίνοντες συγγραφικούς βίους μεταξύ του αριστουργήματός του Η Πάπισσα Ιωάννα και του συγγραφέως του γιου της Μάγισσας: Αν το έκθετο παιδί τής ούτω καλούμενης Μάγισσας στο διήγημα είναι το αγόρι που μεγαλώνει σε γυναικείο πρώτα και ύστερα σε αντρικό Βενεδικτίνικο μοναστήρι του Μεσαίωνα ως αντιγραφεύς ιερών βιβλίων, κατ’ αντιστροφήν φύλων η Ιωάννα, μετά την περιπετειώδη περιπλάνησή της και καταφεύγοντας σε κοινόβιο μοναστήρι, αναλαμβάνει καθήκοντα αντιγραφέως, επίσης, των επιστολών του Αποστόλου Παύλου. Και αν ο μεν Αρμίνιος, όνομα που απαντάται στην ούτω καλούμενη «μεσαιωνικήν μελέτην» ή το «αντιχριστιανικόν και κακόηθες» μυθιστόρημα του Ροΐδη, ενδίδοντας σε σαρκική αδυναμία και καταπατώντας τους αυστηρούς μοναστηριακούς κανόνες ερωτεύεται τη Μαρία, κόρη εμπόρου περγαμηνών, κατ’ ανάλογο τρόπο η μοναχή Ιωάννα και ο Βενεδικτίνος μοναχός Φρουμέντιος υποκύπτουν στον αμοιβαίο τους έρωτα. Τόσο το ζευγάρι των μοναχών του Ροΐδη όσο και ο διηγηματικός εδώ ήρωας με την αγαπημένη του είτε συναντώνται εντός είτε εκτός του μοναστηριού, μετά την αποπεράτωση της αντιγραφής των Βιβλικών κειμένων φεύγουν μαζί κρυφά από το μοναστήρι.  
Ο Καπανδρέου, ωστόσο, όχι μόνο αξιοποιεί δημιουργικά κάποια θεματικά εναύσματα από την Πάπισσα, αλλά με εύστροφη ικανότητα κλώθει τα νήματα του δικού του διηγηματικού ιστού, συμπλέκοντάς τα με πραγματικά γεγονότα, που συνδέονται με άλλους μεσαιωνικούς θρύλους. Η γνωστή Βίβλος του Διαβόλου ή o ευμεγέθης Codex Gigas, που μεταφέρθηκε από μοναστήρι των Βενεδίκτων κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618 – 1648) και φυλάγεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, αποτελεί τη δεύτερη πηγή έμπνευσής του, καθώς η ηλεκτρονική της παραπομπή υποσημειώνεται στο τέλος του διηγήματος. Για το πολύκροτο έργο του Ροΐδη δεν γίνεται αναφορά όχι φυσικά λόγω απόκρυψης, αλλά, ενδεχομένως, για λόγους ανακάλυψης της αναγωγικής τους παραλληλίας ως προς τις γόνιμες προσομοιώσεις και τις δημιουργικές τους διαφοροποιήσεις. Οι ρητές βιβλιογραφικές αναφορές του Ροΐδη, που αδίκως κατηγορήθηκε για λογοκλοπή από έργα του Byron, Ηeine και άλλων, δεν συναντούν μόνο τις έμμεσες προκλήσεις ενός τέτοιου ανασκαφικού ενδιαφέροντος, αλλά και τις απροκάλυπτες συνδηλώσεις του Καπανδρέου στο βιβλιογραφικό του ιστολόγιο με τη σχετική ανάρτηση για την Πάπισσα Ιωάννα, το οποίο ομολογουμένως ανακάλυψα τυχαία μετά το πέρας της μελέτης μου για την αποψινή παρουσίαση. Το να αναζητεί κανείς πρότυπα και να αρύεται ιδέες από τον πλούτο της λογοτεχνικής μας παρακαταθήκης ουδόλως συνιστά αμάρτημα· απεναντίας, όταν δεν πρόκειται για αφελή αντιγραφή ή κακόγουστη συρραφή αναπαραγωγικής κατανάλωσης, αλλά μετενσάρκωση λογοτεχνικής αναδημιουργίας, αυτό αναδεικνύει τη δυναμική της ανανέωσης και της πρωτεϊκής αναδόμησης του έντεχνου λόγου. Και αν τα σημεία επαφής ως προς το περιεχόμενο της μυθιστορηματικής προϊστορίας της Πάπισσας διαγράφουν τον πρώτο παράλληλο βίο, τον δεύτερο σηματοδοτούν οι αποδοτικές μεταγραφές και οι απαιτητικές λογοτεχνικές μεταπλάσεις προσωπικού υφολογικού στίγματος. Εκτός και αν η διακειμενική μας αυτή αντιβολή για ομοιογενείς συνηχήσεις και γονιδιακές συγγένειες του λογοτεχνικού γενεαλογικού μας δέντρου εμπίπτει στη σφαίρα της μυστηριώδους συγκυρίας, που διαποτίζει με τα μαγικά της φίλτρα τα διηγήματα.     
Παρόμοια προσέγγιση σε διαφορετικά βιβλιογραφικά πλαίσια παρατηρείται και στο «τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν», της πρώτης νουβέλας του πρώτου βιβλίου του Καπανδρέου, όπως προαναφέραμε. Το μυστηριώδες πείραμα της Φιλαδέλφειας  ανατροφοδοτεί τις διηγηματικές σελίδες του συγγραφέα, καθώς συνάπτεται με ακατανόητα και δυσερμήνευτα επιστημονικά ή φανταστικά φαινόμενα: με την ανακάλυψη, τουτέστιν, των ενοποιημένων μαγνητικών πεδίων του μεγάλου αστροφυσικού και τις πραγματικές ή φαντασιακές επενέργειές τους στην εξαφάνιση του θρυλικού αντιτορπιλικού πλοίου Eldridge του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού υπό τη μεταγενέστερή του ελληνική ονομασία «Λέων» και που έδρασε αρχικά κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Στο κείμενο εντοπίζουμε στοιχεία αυτοαναφορικότητας, εφόσον ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος συμπίπτει σε  άμεση συσχέτιση ταυτοπροσωπίας με τον συγγραφέα, βρίσκει τυχαία στις σελίδες ενός βιβλίου που ταξινομεί μαζί με άλλα ως ασκούμενος βιβλιοθηκονόμος, «κάποια κιτρινισμένα, διπλωμένα φύλλα χαρτιού». Τα ξεχασμένα αυτά χαρτιά, που αποτελούν τα κατάλοιπα ενός ημερολογίου σε δυο χρονικές φάσεις προς το τέλος του μεγάλου πολέμου και που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια Αμερικανίδα, εισάγουν την τεχνική του εγκιβωτισμού· λογοτεχνική μεθοδολογία που ξανασυναντούμε σε ορισμένα άλλα διηγήματα με τη μορφή της αναδιήγησης εφιαλτικών ονείρων ή την αναπαράσταση τραγικών δρώμενων από τον αγώνα της ΕΟΚΑ μέσω επιστολής.
Σχολιάζοντας κάποιες θεματολογικές και τεχνικές παραμέτρους από τα πιο πάνω διηγήματα, σε συνδυασμό με μερικές, επιπλέον, διακριτές νύξεις, που συναντούμε και σε άλλα διηγηματικά κείμενα των δύο υπό εξέταση έργων, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε και έκδηλα αυτοβιογραφικά στοιχεία ως προς το επαγγελματικό πεδίο του βιβλιοθηκονόμου – συγγραφέα. Κατ’ αρχήν, «Ο γιος της Μάγισσας» εμπεριέχει χρήσιμες ιστορικές αναφορές παλαιογραφίας για περγαμηνές χειρογράφων και αντιγραφή βαρυσήμαντων κωδίκων, καθώς και τους χώρους φύλαξής τους σε παλαιότερα μεσαιωνικά, ως επί το πλείστον, μοναστήρια και δημόσιες, συνήθως, βιβλιοθήκες. Εξάλλου, «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν» μας πληροφορεί μέσα από τα διηγηματικά του συμφραζόμενα για τις ταξινομικές διεργασίες της βιβλιοθηκονομίας, τεχνικά προβλήματα στην αλλαγή λογισμικού στις βιβλιοθήκες, την έρευνα σε ηλεκτρονικούς καταλόγους, την απώλεια βιβλίων και για υπερπρονόμια, ακόμα, στους πανεπιστημιακούς καθηγητές ως προς τον ακαθόριστο αριθμό και χρόνο δανεισμού τους, στον βαθμό που να δημιουργούν  προσωπικές βιβλιοθήκες στα γραφεία τους. Στο προτελευταίο διήγημα της ίδιας συλλογής ο ταλαιπωρημένος διευθυντής ταξιδιωτικού γραφείου σε ένα επαγγελματικό του ταξίδι δεν παραλείπει να επισκεφθεί την εντυπωσιακή βιβλιοθήκη της Ουαλλίας, από το πωλητήριο της οποίας αγοράζει «και ένα βιβλίο με την ιστορία της Βιβλιοθήκης, γραμμένο στα Αγγλικά αλλά και στα Ουαλικά, παρακαλώ!». Στο ακροτελεύτιο διήγημα του δευτέρου βιβλίου, που επιγράφεται με τον αλληγορικό τίτλο «Σιωπή» ή (Αντί επιλόγου) και που είναι εμπνευσμένο από το έργο, τη ζωή και τον θάνατο της Πηνελόπης Δέλτα, ο βιβλιοθηκονόμος – συγγραφέας αποδεικνύεται άριστος γνώστης του αντικειμένου του με την ευρηματική διηγηματοποίηση μιας πολυκύμαντης εργοβιογραφίας. Από την αφιέρωση, άλλωστε, της συλλογής μαθαίνουμε τον μέντορα της μύησης του, την ίδια τη συγγραφέα των μυστικών του βάλτου και των άλλων δημοφιλών νεανικών αναγνωσμάτων, που συνυφαίνουν το εργοβιογραφικό αυτό διήγημα. Από τα παραδείγματα συνάγεται η επιβεβαίωση του κανόνα ότι ο συγγραφέας κουβαλεί ανάμεσα στα σύνεργα των συγγραφικών του αποσκευών τις βιωματικές του εμπειρίες και τις τεχνογνωσίες των συστηματικών του επαγγελματικών ενασχολήσεων. Επιπλέον, αν η βιβλιοφιλία χαράσσει τον δρόμο για την επιλογή του λειτουργήματος της βιβλιοθηκονομίας, η αγάπη μαζί για τη λογοτεχνία σε συνδυασμό με το χαρισματικό ταλέντο της γραφής αναδεικνύει τον συγγραφέα – βιβλιοθηκονόμο κατά το παράδειγμα του Ανδρέα Καπανδρέου.  
Όσον αφορά στους θεματικούς πυρήνες των 27 διηγημάτων (ένα επαναλαμβάνεται με διαφορετική εκδοχή τέλους) στο corpus και των δύο βιβλίων, που αποτελούν παραπληρωματικές θύρες στην είσοδο του συγγραφικού κόσμου του Ανδρέα Καπανδρέου, κτισμένου με σύγχρονα υλικά μετανεωτερικής έως πρωτοποριακής  υφολογικής χροιάς, προσθέτουμε με σημειολογικές αποτιμήσεις τα εξής συμπληρωματικά: Γύρω από τους αφηγηματικούς άξονες και τους δραματικούς ή επικολυρικούς τους αρμούς περιστρέφονται γραφικές ιστορίες αιώνιας αγάπης και καθημερινά στιγμιότυπα ερωτικών δεσμών, συζυγικών σχέσεων και οικογενειακών καταστάσεων, επαγγελματικοί ανταγωνισμοί, εγκληματικές δράσεις από αόρατους εγκεφάλους του υποκόσμου και ξένους μετανάστες, ο ρόλος της ηλεκτρονικής τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, υπαρξιακά ζητήματα ζωής και θανάτου και μεταθανάτιων εμπειριών, μοιρολατρικές στάσεις και συγκυριακές συμπτώσεις, καθώς και μεταφυσικές δυσεξήγητες ενοράσεις. Εξάλλου, το μακροσκελές διήγημα «Οι νεκροί στον πλανήτη Ογκλ» είναι μια καλοστημένη αλληγορία για τη ζωή σε άλλους πλανήτες, που μας θυμίζει τόσο τις ευφάνταστες προδρομικές αφηγήσεις του Ιουλίου Βερν όσο και το legendarium ή το μαγικό πλασματικό σύμπαν των λογοτεχνικών αριστουργημάτων φαντασίας του Τόλκιν.  
Η τεχνοτροπία προσέγγισης και διαχείρισης ενός τέτοιου πολυφασματικού θεματικού υλικού πρόσκειται στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού κατά τον Τodorov ή μάλλον του μαγικού ρεαλισμού κατά τον Franz Roh, όπως προβάλλεται μέσα από τη λατινοαμερικάνικη, κυρίως, μυθιστοριογραφία και διηγηματογραφία του Gabriel Garcia Marquez, του Μario Vargas Llosa, του Jorge Luis Borges, αλλά και του Κινέζου  Μο Γιαν, βραβευμένων εκτός του Βοrges με το βραβείo Nόμπελ. Οι δύο τελευταίοι, μάλιστα, διάσημοι συγγραφείς συγγενεύουν και επαγγελματικά με τον Καπανδρέου, ακολουθώντας ο μεν Γιαν σπουδές βιβλιοθηκονομίας και ο Βοrges ασκώντας καθήκοντα βοηθού βιβλιοθηκαρίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες. Η έννοια της ονειρικής ή μυθικής πραγματικότητας κατά τον Λεβί Στρος ως μιας άλλης υπερβατικής διάστασης του σύμπαντος, που ιχνηλατούμε κατά κόρον στα διηγήματα του Καπανδρέου, παραπέμπει στο Πράσινο σπίτι του Vargas. Η μυστηριώδης εξαφάνιση  από το ύποπτο μπαρ μιας νεαρής κοπέλας και η ύπαρξη πολλών εκδοχών για την τύχη της μας θυμίζει την εξαφάνιση από το μπαρ των τριών Αμερικανών αξιωματικών στο «τρομακτικό μυστικό του Αϊστάιν».
Οι οπτασίες, τα οράματα και τα φαντάσματα, πέραν των ονειρικών συνυφάνσεων του υποσυνείδητου κατά την ερμηνευτική των ονείρων του Freud, είναι θέμα της «έκτης αίσθησης», όπως εμφανίζεται στο ομότιτλο διήγημα του Καπανδρέου ή στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη «Εις το φως της ημέρας». Επομένως, δεν θα συμφωνούσα με την εκδοχή του «ανοίκειου» εντός ή εκτός εισαγωγικών, που όπως ελέχθη συνιστά πηγή έμπνευσης των διηγημάτων. Απεναντίας, το μαγνητικό πεδίο προβολής των  υπερλογικών διεργασιών του μυαλού και ο άυλος υπεραισθητός κόσμος των υπερφυσικών ή μεταφυσικών προσλήψεων είναι ο πιο οικείος χώρος του εγγενούς  ψυχικού συνειδέναι και του πνευματικού μας γίγνεσθαι. Σε έναν ελεύθερο χωροχρόνο αποδέσμευσης από νοητικές ή εγκεφαλικές προκατασκευές και προσοικείωσης με τα επέκεινα αφανή και αθέατα ή τα όντως όντα Πλατωνικά πρότυπα, τα φαινόμενα της εξωτερικής πραγματικότητας προσλαμβάνουν άλλες μορφές και μεταστοιχειώνονται στα πλάσματα της δημιουργικής φαντασίας· όπως ακριβώς τα μεταπλάθει η λογοτεχνία του παράδοξου και του ουτοπικού, του σουρεαλιστικού και παραισθητικού ή μαγικού ρεαλισμού. Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη ώς τον μύθο του σπηλαίου και την Πολιτεία του Πλάτωνα και από τις παραλογές των δημοτικών μας τραγουδιών ώς τα Οράματα και Θάματα του Μακρυγιάννη και τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Ας μην αναζητούμε, λοιπόν, μόνο ξένα πρότυπα, για τον προσδιορισμό του είδους. Είναι για τούτο, πιστεύω, που ο δικός μας συγγραφέας Ανδρέας Καπανδρέου, πέραν των διαβασμάτων, των εμπειρικών ερεθισμάτων και των ευρύτερων γραμματολογικών επιδράσεων, κάνει τα προσωπικά ελληνογενή του βιώματα  αληθινή λογοτεχνία με τους ελκυστικούς τρόπους έκφρασης της δικής του επιλογής. Του ευχόμαστε να συνεχίσει απρόσκοπτος τη δημιουργική του πορεία, γιατί έχει απείρως πολλά και εκλεκτά να μας δώσει ακόμα.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

Αίθουσα Εκδηλώσεων Δημοτικής Βιβλιοθήκης Στροβόλου
19η Φεβρουαρίου 2014                        

                                                        
  


Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014




Βιβλιοπαρουσίαση

Χριστόφορου Κελίρη  Ξενοκράτης προς Πλάτωνα
Απόδοση πνευματικών τροφείων στον αείμνηστο καθηγητή
Γεώργιο Φεγγουδάκη

Αν στο υπό τον ανωτέρω τίτλο αξιόλογο πονημάτιόν του ο παλαίμαχος  εκπαιδευτικός-συγγραφέας Χριστόφορος Κελίρης σημειώνει εισαγωγικά την «ετεροχρονισμένη προσπάθεια αναβίωσης και προβολής του προσώπου και της πνευματικής υπόστασης» του αείμνηστου φιλολόγου καθηγητή του Γεωργίου Φεγγουδάδη, με εξίσου απολογητικούς τόνους θα προσμετρούσα και το δικό μου «ετεροχρονισμένο» εγχείρημα παρουσίασης του αναθηματικού του αυτού βιβλίου, που εξέδωσε ήδη από το 2010. Επικαλούμαι, απλώς, δύο όχι ασήμαντους λόγους: την εσαεί επίκαιρη αναφορά του επιβεβλημένου χρέους σε άξιους στυλοβάτες δασκάλους, όπως υπήρξε ο μακαριστός εμβριθής και ρέκτης φιλόλογος Φεγγουδάκης, καθώς και την ολοκλήρωση 60 χρόνων από την πρόωρη εκδημία του.
Την αποτίμηση αυτή για την απότιση ύστατου φόρου τιμής στον επίσης καθηγητή της και συνεκδοχικά στο πρόσωπό του στον καταξιωμένο γενικότερα εκπαιδευτικό επιβεβαιώνει η εύπαιδευτος φιλόλογος Κούλα Παρασκευά, προλογίζοντας το έργο: «Είναι ένα καθρέπτισμα του πώς ο άξιος εκπαιδευτικός, οποιασδήποτε εποχής, αρκεί να ήταν κάτοχος αληθινής παιδείας, παίδευε και μόρφωνε τους μαθητές. Πρώτα κάνοντάς τους να τον αγαπήσουν (πλατωνικός έρως). Ύστερα επικοινωνώντας να μιλά στην ψυχή και να βαθαίνει και να αυξάνει το εύρος της γνώσης».
Του πλατωνικού δασκάλου, λοιπόν, γνήσιος πλατωνικός μαθητής ανεδείχθη ο Χριστόφορος Κελίρης ή άλλως Ξενοκράτης, όπως ο ίδιος με την τιμητική προσωνυμία τον προσφωνούσε. Αποτυπώνοντας με τα ευρηματικά σύνεργα της λογοτεχνικής του σκευής την παραστατική δύναμη της μεταδοτικότητας μέσα από τη μαιευτική μέθοδο της  Σωκρατικής διαλεκτικής, με την οποία τους δίδασκε τα Αρχαία Ελληνικά, επιλέγει την τεχνική του αναδρομικού φωτισμού (φλας μπακ). Έτσι,  στις  32 πρώτες σελίδες του κειμένου του μας μεταφέρει με τον μυθιστορηματικό φαντασιακό τρόπο του Γουέλς, ήτοι της «μηχανής του χρόνου»,  σε μιαν παλίνδρομη αφηγηματική εναλλαγή από το σήμερα των ιστορούμενων αναμνήσεων στο χτες των βιωμένων διδακτικών δρώμενων με πρωταγωνιστές το δίπολο δασκάλου-μαθητή και τανάπαλιν. Συγκεκριμένα, πρόκειται για διπλή οπισθοχωρητική εστίαση αναδιηγηματικής δραματοποίησης των πιο έντονων αναπολήσεων των Γυμνασιακών του χρόνων, εφόσον ο Ξενοκράτης, μαθητής τότε της Γ΄ τάξης της Ανωτέρας Σχολής Λευκονοίκου, εκστασιασμένος από την παράδοση απογειώνεται από το θρανίο, για να βρεθεί με τα φτερά της υποβλητικής φαντασίας ή μάλλον της λειτουργικής παιδαγωγικής αφύπνισης στην Αθήνα των φιλοσόφων και των ρητόρων. Καθώς με τη «μουσικότητα στην εκφορά του λόγου» και το ειρωνικό Σωκρατικό μειδίαμα ο σεβαστός τους δάσκαλος αισθητοποιούσε σκηνοθετικά τα κείμενα μέσα από την επαγωγική του διδασκαλία, παρόμοια ο μαθητής του συγγραφέας σκηνογραφεί με ζωηρά χρώματα χαρακτηριστικά αποσπάσματα του αείζωου αρχαιελληνικού λόγου. Κατορθώνει, έτσι, να μας παρασύρει στην Αθηναϊκή Αγορά με την εμπορική κίνηση, τις φιλοσοφικές συζητήσεις και τις συνομιλίες από τους θαμώνες των καταστημάτων, για ν’ ακούσουμε τη φωνή του Λυσία στον «Υπέρ Αδυνάτου»: «Οι πλούσιοι, βέβαια, εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες, οι φτωχοί αναγκάζονται λόγω της φτώχιας τους να είναι φρόνιμοι». Στην Πνύκα μάς καθηλώνει ο Δημοσθένης με τον «Α΄ Ολυνθιακό» του και στο ορκωτό δικαστήριο της Ηλιαίας παρακολουθούμε τον Σωκράτη να εκφωνεί την «Απολογία» του, ονειδίζοντας τους τρεις του κατηγόρους. Προχωρώντας κάτω από τον Ιερό Βράχο «μπαίνουμε αθέατοι στη σπηλιά-δεσμωτήριο» κι αφουγκραζόμαστε πάλι τον Σωκράτη να υπενθυμίζει «ιεροτελεστικά» στον «Κρίτωνα»: «...μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων τιμιώτερόν εστιν η πατρίς…».
Ο θιασώτης, ωστόσο, μαθητής του ελληνικού πνεύματος και ο θαυμαστής συνάμα ενός αξιοθαύμαστου δασκάλου δεν παραλείπει να εγκωμιάσει, εκτός από την εμπεδωτική μέθοδο διδασκαλίας των γραμματικοσυντακτικών φαινομένων με προσφυή παραδείγματα, και άλλες αποτελεσματικές διδακτικές του προσεγγίσεις, όπως στο μάθημα της Βυζαντινής Ιστορίας και των Νέων Ελληνικών. Επιπρόσθετα, αναφέρεται στην ψυχή που έδινε στις καλλιτεχνικές και εθνικές εκδηλώσεις, καθώς και στην παιδαγωγική του στάση της αγάπης και της δικαιοσύνης προς τους μαθητές του.
Στο βιβλίο περιλαμβάνεται η σκιαγράφηση του αξέχαστου Μικρασιάτη καθηγητή από έναν άλλο μαθητή του στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο, τον αείμνηστο Φοίβο Σταυρίδη, χαιρετισμοί και ομιλίες του, ένα ταξιδιωτικό του αφήγημα και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της κόρης του Ελένης Φεγγουδάκη.
Ο Χριστόφορος Κελίρης  ως Δάσκαλος προς Δάσκαλο, με την «απόδοση πνευματικών τροφείων», κατά την προσιδιάζουσα φραστική ανταπόδοση στον μεγάλο μέντορα παιδαγωγό του, θέλησε να τον απαθανατίσει, ζωντανεύοντας τον εκπαιδευτικό βίο και την παιδαγωγούσα πολιτεία του. Ένα ζωντανό παράδειγμα μίμησης στους νυν και στους επερχόμενους δασκάλους.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή