.

.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014



Βιβλιοπαρουσίαση

Ιωάννη Ν. Παπανεάρχου  Γλυκυθυμία Ελληνοπρεπής
Ένα μνημειώδες ιστορικοφιλοσοφικό δοκίμιο ελληνοκεντρικής παιδείας

 Πολλά βιβλία έρχονται καθημερινά στο φως μιας εκτυφλωτικής, μάλιστα, δημοσιότητας, αλλά και παρέρχονται δίκην ηχηρών πυροτεχνημάτων ή κατ’ εύνοιαν λευκών αστέρων, για να σβήσουν μοιραία στη λήθη της θνησιγενούς τους αφάνειας. Λίγα, ωστόσο, έως ελάχιστα είναι τα μακρόπνοα εκείνα συγγραφικά πονήματα, που τύχη αγαθή περιέρχονται στα χέρια των ειδικών μελετητών και των επαρκών αναγνωστών ως έργα αναφοράς και καλλιεπή ευάρεστα αναγνώσματα, αλλά, κυρίως, ως εναύσματα ιστορικής μνήμης και εθνικής αφύπνισης. Διακριτή θέση κατέχει, αδιαμφισβήτητα, το έργο του γνωστού δοκιμιογράφου Ιωάννη Ν. Παπανεάρχου υπό τον εύφθογγο τίτλο Γλυκυθυμία Ελληνοπρεπής, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με επάξια αθλοθεσία της Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας.
  Στον προοιμιακό χαιρετισμό του σεπτού Ιεράρχη οι πηγαίες σκέψεις και τα ηδύπνοα αισθήματα από την εντρύφησή του στις 400 σελίδες τού καθ’ όλα άρτιου τούτου συγγραφικού αθλήματος αποπνέουν και τη δική μας στοχαστική διάθεση γλυκυθυμίας, που μεταπλάθεται αισθαντικά σε ελληνοπρεπή γλυκασμό παραμυθίας για τις ανεπούλωτες πληγές της διαχρονικής ιστορικής μας μοίρας. Μια τέτοια γλυκυθυμία ελληνογενούς αναζωογόνησης και ελληνότροπης αναβάπτισης διαπνέει  το «ιστορικό οδοιπορικό» ή άλλως «το μυθιστόρημα» αυτό, όπως εύστοχα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα, που στον πρόλογο της αδιάσπαστης επικολυρικής του αφήγησης παραπέμπει στην πηγή του δανεισμού του: στον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος δανείζεται, επίσης, την γλυκυθυμία από τον Πλούταρχο, συνταυτίζοντάς την με τη «γλυκεία χώρα» του χρονογράφου μας Λεόντιου Μαχαιρά στο πολυδιαβασμένο ταξιδιωτικό του.
  Συγκεκριμένα, στην ιστοριογραφία της δικής του δοκιμιακής περιδιάβασης ο Παπανεάρχου μάς προκαλεί να τη διατρέξουμε απνευστί, χωρίς τους ενδιάμεσους σταθμούς της κατάτμησης σε αδρομερείς δομικές ενότητες, θεματικά κεφάλαια και επί μέρους υποκεφάλαια αναλυτικής και συνθετικής τεκμηρίωσης της ύλης, καταδεικνύοντας και μορφικά την αδιάλειπτη συνέχεια της ελληνικής ταυτότητας και της άφθαρτης ελληνοπρέπειας του τόπου μας, καθώς και τους αρραγείς αδιάπτωτους δεσμούς του κυπριακού και μητροπολιτικού Ελληνισμού. Έτσι, για την ταυτοποίηση και την ανά τους αιώνες αψευδή σφραγίδα του ακραιφνούς και αναλλοίωτου φυλετικού μας κυττάρου, που, ομολογουμένως, αμφισβήτησαν κατά καιρούς κάποιοι με επίσημες δηλώσεις τους, επικαλείται πάμπολλα παραδείγματα όχι μόνο ευρημάτων της αρχαιολογικής σκαπάνης, αλλά και κειμενικών αδιάσειστων τεκμηρίων της αρχαιοελληνικής, νεοελληνικής και ξενόγλωσσης σκαπάνης διαπρεπών συγγραφέων.
  Η πολυσέλιδη βιβλιογραφία, που επιτάσσεται του βιβλίου, συνοψίζει την ονομαστική πατρότητα των αναρίθμητων εμφαντικών παραθεμάτων, που όχι, απλώς, το διανθίζουν με ποικιλότροπες πολυειδείς αναγωγές, αλλά και αδιάτρητα ενισχύουν τη σκευή της επαγωγικής του επιχειρηματολογίας και της τελεολογικής του καταξίωσης. Τα αυτοτελή αποσπάσματα, που αρύεται ο συγγραφέας, κατά μείζονα λόγο, από τον οικείο του χώρο της Ιστορίας και Αρχαιολογίας, της Γλωσσολογίας και της Αρχαίας Γραμματείας, αλλά και ισοβαρώς από το ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο της νεότερης λογοτεχνικής μας δημιουργίας, συσσωματώνουν τις πολύχρωμες στέρεες ψηφίδες για τη δόμηση ενός πανοραμικού μωσαϊκού, όπου ο ελληνικός κόσμος της Κύπρου με τα έργα και τις ημέρες του συναντάται με τις αρχέγονες μορφές και τα θαυμαστά επιτεύγματα του ευρύτερου Ελληνισμού.
  Την ακατάπαυστη διαλεκτική της ψυχικής όσμωσης και της αείρροης πολιτισμικής διαπίδυσης κατόρθωσε ο συγγραφέας του εκτεταμένου αυτού δοκιμιακού δια-λόγου και κατά τούτο πρωτότυπου στην εμπνευσμένη σύλληψη της υφολογικής του δομής να αναδείξει μέσα από τα κομβικά σημεία τής καίριας συνύφανσής του: από τα μυθολογικά και προϊστορικά χρόνια στην Ομηρική Κύπρο των Αχαιών και από τον κλασικό αιώνα της Σαλαμίνιας εποποιίας στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο μέχρι τον εκχριστιανισμό και τη βυζαντινή εποχή, τις Αραβικές επιδρομές και την Τουρκοκρατία ώς την Αγγλοκρατία και τη νεότερη Κυπριακή Εποποιία του 1955 – 59 σφυρηλατείται ο ακατάλυτος συνεκτικός ιστός τούτου του αθάνατου Ελληνο – Κυπριακού καμβά.
  Εφόσον είναι αδύνατο στα πλαίσια μιας σημειολογικής αναφοράς να ανασύρουμε προσφυή παραδείγματα από όλες τις περιόδους του κοινού πολιτισμικού βίου Ελλάδας και Κύπρου, θα αρκεστούμε μόνο σε τρία ενδεικτικά των αέναων αυτών σχέσεων, χωρίς βέβαια τις αντίστοιχες διακειμενικές προσεγγίσεις και διαθεματικές προεκτάσεις, με τις οποίες η πολυεπίπεδη γνωστική αναζήτηση του συγγραφέα τα εμπλουτίζει σφαιρικά: Καθώς η άφιξη των Αχαιών στην Κύπρο οφείλεται στην εμπορία του χαλκού, η Ομηρική Οδύσσεια μεταστοιχειώνει ποιητικά το ιστορικό γεγονός με το ταξίδι ες Τεμέσην (Ταμασσό) της μεταμορφωμένης Αθηνάς σε Μέντη, για ανταλλαγή σιδήρου με χαλκό. Για αποσόβηση του περσικού κινδύνου ο Αθηναίος στρατηγός Κίμωνας εκστρατεύει στην Κύπρο και πεθαίνει «πολιορκών Κίτιον …νοσήσας», σύμφωνα με τον Πλούταρχο και του οποίου την αρετή εγκωμιάζει ο Σωκράτης στον Πλατωνικό Μενέξενο. «Το ήθος της ελληνοπρέπειας», κατά τον συγγραφέα, όπως καταγράφεται συγκεφαλαιωτικά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, μνημειώνεται στις ηρωικές πράξεις των αγωνιστών του έπους της ΕΟΚΑ με αποκορύφωμα τη θυσία του Κυριάκου Μάτση και του Γρηγόρη Αυξεντίου.
  Ωστόσο, ανακαλώντας τα ποιήματα για την Κύπρο του Γιώργου Σεφέρη, που μέσα απ’ αυτά προέβλεψε τον επαναστατικό της ξεσηκωμό κατά του αγγλικού αποικιακού ζυγού,  ο Ιωάννης Παπανεάρχου υπογραμμίζει τα ακόλουθα σημαντικά, που αξίζει να παραθέσουμε αυτούσια, αντί άλλου επιλόγου στη σύντομη παρουσίασή μας της Γλυκυθυμίας Ελληνοπρεπούς του: «Και τούτη η πορεία γίνεται έντονα δύσβατη σαν καθρεφτίζει στο κάτοπτρό της το προνόμιο της ελληνοπρέπειας […]για τη μοίρα του Ελληνισμού, όταν αυτός διαμορφώνει το ιστορικό του πρόσωπο είτε ως μητροπολιτικός είτε ως απόδημος, και επί του προκειμένου, ως Κυπριακός Ελληνισμός».


Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                                 



Βιβλιοπαρουσίαση

Θεοκλή Κουγιάλη  Η φωνή εντός
Στοιχεία συγγραφικής αυτοαναφοράς και μυθιστορηματικής τέχνης

Τον Θεοκλή Κουγιάλη τον γνωρίσαμε, κυρίως, μέσα από τις παλαιότερες και νεότερες ποιητικές του δημιουργίες ως έναν καταξιωμένο ποιητή, μα και προ καιρού δοκιμάσαμε την έκπληξη της δόκιμης εφευρετικής του γραφίδας στον πεζό λόγο. Το παρόν λογοτεχνικό του έργο υπό τον τίτλο Η φωνή εντός, που ήλθε στο φως το 2011 από τις εκδόσεις Αιγαίον, χαρακτηρίζει ο ίδιος ως μυθιστόρημα. Ωστόσο, όχι απλώς, ως προς την αρίθμηση των 150 σελίδων του το βιβλίο θα δικαιολογούσε την κατάταξή του στο μεταιχμιακό είδος της νουβέλας, αλλά και τυπολογικά ως προς τα δομικά και εσωτερικά στοιχεία του περιεχομένου του: ήτοι, την αφήγηση σύγχρονων αληθοφανών γεγονότων, που εκτυλίσσονται γύρω από τον ιστό μιας λιγότερο πολυσύνθετης πλοκής αισθηματικών ιστοριών, οι όχι πολυάριθμοι πρωταγωνιστές των οποίων ζωντανεύουν σε εναλλασσόμενα σκηνικά αφηγηματικών και διαλογικών δρώμενων και μέσα από τις λεπτοφυείς ψυχολογικές εμβαθύνσεις των χαρακτήρων τους.
Παρόλα ταύτα, μήτε ο όγκος των σελίδων, μήτε η πολυκύμαντη ή περιορισμένη τοπική και χρονική έκταση, η πολύπλοκη ή απλή υπόθεση και η ψυχογράφηση των προσώπων θα προσδιόριζαν αμιγώς ένα είδος, που πατά με το ένα πόδι στο διήγημα και με το άλλο στο μυθιστόρημα. Έτσι, όσα από τα έργα του Παπαδιαμάντη, του Δροσίνη, του Κονδυλάκη, του Βενέζη και άλλων Νεοελλήνων δημιουργών μας, υστερογενώς θα εντάσσαμε στις νουβέλες, οι ίδιοι μάς τα παρουσίασαν ως διηγήματα.
Όποιο ειδολογικό στίγμα, λοιπόν, κι αν αποδίδαμε στο αξιόλογο τούτο πεζογράφημα του Κουγιάλη, που στον κεντρικό μυθοπλαστικό του άξονα συσσωματώνει μια σειρά εγκιβωτισμένων αυτοτελών διηγήσεων ή διηγημάτων, το ενδιαφέρον της κριτικής αποτίμησης εστιάζεται λιγότερο στην υπόθεση του συνόλου ή των επί μέρους αφηγήσεων και περισσότερο στη γενεσιουργή τους σχέση με τον δημιουργό τους. Ο συγγραφέας μέσα από αυτή την υπαρξιακή συσχέτιση και τον αυτοαναφορικό ρόλο  της ταυτότητάς του θέτει ζητήματα καίριας προβληματικής ως προς τη σύλληψη του θέματος, τη νοηματική απήχηση και το αισθητικό αποτέλεσμα της έντεχνης μυθιστορηματικής γραφής. Παράλληλα με την έμπνευση τον απασχολεί η μέθοδος διαχείρισης των συγγραφικών τρόπων και των λεκτικών μέσων, ώστε να προσεγγίσει τον αναγνώστη όχι επιδερμικά και στιγμιαία, αλλά να μοιραστεί μαζί του βιωματικές εμπειρίες και μνήμες, ενδότερες σκέψεις και αναστοχασμούς. Να τον κάμει ακόμα κοινωνό των ανησυχιών και των εναγώνιων αναζητήσεων του συγγραφέα, καθώς αγωνίζεται να στήσει και να συνθέσει το συγγραφικό του πόνημα, για να του το προσφέρει όχι μόνο προς τέρψη αλλά και βαθύτερο προβληματισμό. Ο αγώνας αυτός και η ανειρήνευτη  πάλη του συγγραφέα και ευρύτερα του όποιου δημιουργού ευστόχως αποτυπώνεται μεταφορικά σε κάποια σελίδα του βιβλίου: «…αισθάνομαι σαν μεταλλωρύχος. Ανοίγω υπόγειες στοές, γαλαρίες, αναζητώντας φλέβες χρυσού. Έγινα ένας δαιμονισμένος χρυσοθήρας».
Εύλογα, επομένως, το ψυχογράφημα τούτο με μυθιστορηματικές αξιώσεις τιτλοφορείται η φωνή εντός, χωρίς την κτητική αντωνυμία οποιουδήποτε προσώπου, για να παραπέμπει στον κάθε συγγραφέα, που δανείζει ταυτόχρονα τους ενδόμυχους κραδασμούς της φωνής του στις μυθοποιητικές περσόνες των φαντασιακών ή / και ανεστραμμένων εξιστορήσεών του. Είναι η φωνή, που όταν αναδύεται από τα κατάβαθα της ψυχής και του ψυχισμού του, συγκροτείται σε έναρθρο λόγο, για να επενδύσει συναισθήματα και μηνύματα διαλεκτικής επικοινωνίας με τον αναγνώστη μέσω των ηρώων του. Και κεντρικός ήρωας εδώ είναι ένας απαιτητικός και ανικανοποίητος συγγραφέας, που μέσα από αλλεπάλληλες συγγραφικές απόπειρες και βασανιστικές δοκιμασίες αναζητεί το δικό του συγγραφικό έρεισμα και το πεδίο της καλύτερης για τον ίδιο συγγραφικής έκφρασης. Ο πραγματικός συγγραφέας αισθητοποιεί βιωματικά τον κειμενικό μυθιστορηματικό του ήρωα στον ανώτατο βαθμό της συνταύτισής τους, όπως ταυτοποιεί με τη σφραγίδα της προσοικείωσής τους τις επινοημένες ιστορίες ή τις προσωπικές του αναμνήσεις, που καταγράφει με οιονεί αυτοβιογραφική αποτύπωση.
Έτσι παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον στιγμιότυπα της καθημερινότητάς του ύστερα από μια περίοδο απραξίας λόγω κατάπτωσης, σύνδρομο και αυτό της συγγραφικής κόπωσης. Οι πειραματικές δοκιμές σε διάφορα είδη γραφής και θεματικής, όπως η ιστοριογραφία των σημαντικότερων γεγονότων του Νησιού και η θεατρογραφία με υπόστρωμα τους κοινωνικούς αγώνες του λαού προσκρούουν στις άκαρπες προσπάθειες των συγγραφικών του ικανοτήτων ή και ακόμα σε σχέση με το επάγγελμά του στο ασύμβατο μεταξύ γραφιά και συγγραφέως. Οι σκέψεις, που ξεδιπλώνει στο ημερολόγιό του από τη ζωή του στο σπίτι και το γραφείο, τους κοντινούς περιπάτους και τις περιδιαβάσεις του στην πόλη, συνιστούν εναύσματα μιας μελλοντικής συγγραφικής ενασχόλησης ή συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τις ιστορίες της άμεσης δημιουργικής του έμπνευσης. Ιστορίες που είτε σκόπιμα μένουν ημιτελείς, για να συμπληρωθούν κατά το δοκούν από το αναγνωστικό αισθητήριο, όπως ο θεατρικός διάλογος που παραθέτει με θέμα τη συζυγική ανία, είτε εγκιβωτίζονται με την ολοκλήρωση της περιγραφικής τους αφήγησης στη μυθιστορηματική πλοκή, διευρύνοντας την αριστοτεχνική συνεκτική της πλαισίωση. Επιλεκτικά παραδείγματα η ιστορία της Αρετής, της Ερατώς, της Πατρίτσια Μπέρεσφορντ και της Κάρμεν, αλλά και η ενθηκευμένη σουρεαλιστικη ιστορία του διαμερίσματος στον έβδομο όροφο. Οι κατ’ οικονομίαν σύντομες αυτές αφηγήσεις και οι ευρηματικές αφηγηματικές παρεκβάσεις αποκτούν εύρος και βάθος κάτω από τις ανατομικές διεισδυτικές περιγραφές των τόπων της δράσης, από την Κύπρο μέχρι την Αγγλία, καθώς και των πολυδαίδαλων τοπίων της ψυχής. Η εναλλάξ εύστροφη μετάβαση, επίσης, από τον τριτοπρόσωπο συγγραφέα-αφηγητή στους πρωτοπρόσωπους διαλόγους των πρωταγωνιστών συνυφαίνει τα ποικιλόχρωμα νήματα μιας ζωηρής δραματικότητας. Τόσο που αφουγκραζόμαστε τα αποσιωπητικά και τα παραλειπόμενά τους, προεκτείνοντας τις λεπτομέρειες των σκηνικών τους δρώμενων.    
Ωστόσο, η παράθεση τόσων ιστοριών με ξεχωριστή ή παρεμφερή υπόθεση, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τα σκαριά μιας μεγαλύτερης σε έκταση και πλοκή μυθιστορηματικής ιστορίας, ερμηνεύει έμπρακτα την αλληγορία της ανήσυχης και ακοίμητης ψυχής του συγγραφέα. Στο Ζ΄ κεφάλαιο του βιβλίου σημειώνεται εμφαντικά από το alter ego του συγγραφέα μας, καθώς υπαγορεύεται από τη φωνή εντός [του]: «Χίλιες ιδέες με πολιορκούν. Πρέπει να γράψω οτιδήποτε…Αισθάνομαι σαν αναμμένη λαμπάδα που καίει στο σπίτι ενός τυφλού». Όπως ο τυφλός παρόμοια και ο συγγραφέας, που βλέπει πιο καθαρά με τα μάτια της ψυχής και της ενοραματικής του δύναμης και που για να υπάρξει μετατρέπει την πραγματικότητα σε όνειρο και το όνειρο σε πραγματικότητα, καθώς ομολογεί στις τελευταίες σελίδες.
Ο Θεοκλής Κουγιάλης μέσα από τον φιλοσοφημένο μονόλογο και τον εύληπτο διάλογο της αφήγησής του και επιστρατεύοντας παλαιότερους και σύγχρονους τρόπους μυθιστορηματικής γραφής καταφέρνει να κάνει τη φωνή εντός και δική μας φωνή. Είτε απευθύνεται στον επαρκή αναγνώστη είτε στον ομότεχνό του συγγραφέα, εξακτινώνει τους εύηχους παλμούς και τις συνειρμικές της δονήσεις με το μέτρο μιας άλλης ποιητικής γραφής.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή     
                    






Βιβλιοπαρουσίαση

Νάσας Παταπίου  Φασγάνου δίχα

Ποτέ δεν είναι παράκαιρη μια ποιητική συλλογή με διαχρονικό και μεστό περιεχόμενο, έστω κι αν τη χωρίζει κάποια χρονική απόσταση από τη δημοσιοποίησή της. Ο λόγος περί του αξιόλογου ποιητικού έργου της αγαπητής μας ποιήτριας και Ιστορικού ερευνήτριας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Νάσας Παταπίου, που κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2009 από τις εκδόσεις Αιγαίον.
Η συλλογή, που τιτλοφορείται Φασγάνου δίχα είναι η δεύτερη ποιητική της δημιουργία μετά Το Φωνήεν σώμα από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1988 και που τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο αρχαιοπρεπής τίτλος δεν είναι, απλώς, σημειολογικά προϊδεαστικός των 21 ποιημάτων της συλλογής, αλλά και συμβολικά συνδηλωτικός της τραγικής μοίρας του τόπου μας, που μάχεται «φασγάνου δίχα» από τα πανάρχαια χρόνια ενάντια στην προδοσία, τον δόλο και την υπεροπλία των κατά καιρούς κατακτητών. Ευστόχως η ποιήτρια μυθοποιεί αλληγορικά και απομυθοποιεί ιστορικο-ποιητικά την αποφθεγματική φράση μέσα από το δίστιχο της Σοφόκλειας τραγωδίας: «γυνή δε θήλυς φύσα κοὐκ ανδρός φύσιν, μόνη με δη καθείλε φασγάνου δίχα», θα ομολογήσει ο Ηρακλής ηττημένος από τη Δηιάνειρα, παραπέμποντας στην επινοητική αγωνιστικότητα του ελληνικού ήθους σε αντιπαραβολή με την αρχαϊκή ησιόδεια μορφή της πολεμόχαρης γυναίκας, κατά την ετυμολογική προέλευση του ονόματός της. Το θέμα της προσφυγιάς προσέτι και η Κύπρις, κεντρικός ιστός στην ερωτική τραγωδία των δύο πρωταγωνιστών, συνυφαίνουν συνειρμικές προεκτάσεις και σημεία κορύφωσης στον ποιητικό αυτό καμβά, τον φιλοτεχνημένο με τα ποικιλόχρωμα νήματα μιας αριστοτεχνικής ποιητικότητας.
Αντιστικτικά εμβληματικό και το σχέδιο του εξωφύλλου, που εξεικονίζει τη μεσαιωνική συγγραφέα και ποιήτρια του μύθου και της Ιστορίας Χριστίνα ντε Πιζάν, ηρωίδα ενός εκ των ποιημάτων, που προφανώς αντιπαρατάσσει στο φονικό φάσγανο τα ειρηνόφιλα σύνεργα του μελανοδοχείου και της δημιουργικής της γραφίδας. Αλλά δεν είναι μόνο την Ενετοπαρισινή αυτή, πρώτη επαγγελματία γυναίκα συγγραφέα και πρόδρομη του φεμινισμού, που παραστατικά επικαλείται. Αν ο Ελύτης δικαιωματικά αποκαλεί τον εαυτό του «μακρινό εξάδελφο» της Σαπφούς, η δική μας ποιήτρια παρακαλεί να καταστεί «ιέρεια του ναού της», εφόσον το «γλυκύπικρον αμάχανον όρπετον» της Σαπφικής λυρικής ποίησης, εμπνέει την πλημμυρίδα των γυναικείων ερωτικών της συναισθημάτων.        
Ωστόσο, και άλλες ξεχωριστές μορφές, που σχετίζονται άμεσα με τις ιστορικές παρακαταθήκες, τις πολυκύμαντες καμπές και τα πεπρωμένα της Κύπρου, αναδεικνύουν τα μακρόστιχα ώς επί το πλείστον πλην ολιγοσύλλαβα ποιήματα της συλλογής. Ποικιλότροπες γλωσσικές υπομνήσεις τοπωνυμίων, πρόσωπα και δρώμενα της Ιστορίας και του θρύλου μέσα από τις καταγραφές των Χρονογράφων μας και απαράγραπτες μνήμες προφορικών παραδόσεων από τους αιώνες, κυρίως, των Φράγκων και των Ενετών, ίσαμε  την πρώτη και τη δεύτερη Τουρκοκρατία της σημερινής κατοχής της πατρίδας μας μαρτυρούν την ανεξίτηλη σφραγίδα της αθάνατης ελληνικότητάς της.
Εξ υπαρχής αποκαλυπτικά μιας τέτοιας πάλλουσας πατριδογνωσίας και  ιστοριογραφίας τα πρώτα τρία ποιήματα, που διαρρέει ένας πακτωλός συμπυκνωμένης ποιητικής ουσίας: «Η Ελλάς ζει» αναφωνεί ελπιδοφόρα στον ακροτελεύτιο στίχο του πρώτου, ενώ στο δεύτερο και στο τρίτο με τοπωνυμική αυτογνωσία μνημοτεχνικής επαναφοράς και επίγνωση της γλωσσικής της ταυτότητας υπομιμνήσκει: «Κάθομαι και ασκώ τη μνήμη μου / Ασκώ τη μνήμη μου / Να μην ξεχνώ». «Μες στα βαθιά πηγάδια / Ν’ ακούσω τον αντίλαλο / Φίλτατο φώνημα της γλώσσας μου».
Με την απαραχάρακτη και επώδυνη αυτή μνήμη και με την αναλλοίωτη φωνή της γλωσσικής της καλλιέπειας δεν απαθανατίζει μόνο οικισμούς της γενέτειράς της τής Καρπασίας, καθώς και άλλους τόπους   της πατρώας γης. Μέσα από τα κατάλοιπα των ερειπίων και των αναφορών τους και με τα μαγικά φίλτρα της υψηλής τέχνης της Ποιήσεως η Παταπίου μεταστοιχειώνει σε ζωντανούς συνοδοιπόρους και συνομιλητές της ξεχασμένες ή άγνωστες μορφές της Ιστορίας τους, όπως: τον Φλώριο Βουστρώνιο, τον Στέφανο Λουζινιάν και την πρόγιαγιά του Ισαβέλλα, τον εικοσαετή Λεονάρδο, τον ερωτομανέστατο Πέτρο, τη Σουηδή Βιργίτη των Αποκαλύψεων με τις φοβερές της προφητείες για την Αμμόχωστο και σύμφωνα με τα ομότιτλα ποιήματα τον «Ιερώνυμο Maggi» και την «Άννα Λουζινιάν» ή τη θρυλική νεράιδα των πύργων και των κάστρων «Μελουζίνη», που την είπαν μικρή αδελφή της.
Από τους σφριγηλούς και συνάμα τρυφερούς στίχους της ποιήτριας, που συνοδεύονται από τις κραδαίνουσες χορδές μιας ξεχωριστής ευαισθησίας, αναπηδά το πάθος του έρωτα ως ορμητίας ίππος, αλλά και ο πόθος της άδολης αγάπης σαν το πρωτόγνωρο μητρικό χάδι. Για τούτο, άλλοτε θέλει να πετάξει «Ασάνδαλη» με τον φτερωτό ίμερο, «κομίζοντας τα οιστρογόνα / του έρωτα» και άλλοτε ως «Θαυματοποιός του έρωτα» και ως άλλη Πλατωνική Διοτίμα προμηνύει την παιδαγωγία της ανθοφορίας του.
Το βαθύτερο, όμως, αίσθημα, που μας διαπερνά, εντρυφώντας στα ποιήματα της Νάσας Παταπίου με μια μελέτη Ποιητικής της Ιστορίας ή μυθοπλαστικής ιστορικής Ποίησης είναι ο ασίγαστος έρωτας της «Γενέθλια[ς] Πόλ[ης]», κατά το ομώνυμο ποίημα και ολάκερης της θαλασσοαιματωμένης Πατρίδας. Έτσι, μέσα από την προσωπική λεπταίσθητη γραφίδα των ποιητικών ειρμών και των βαθυστόχαστων συνειρμών της η φωνή της γίνεται το εύλαλο ηχείο αναμετάδοσης του Οδυσσειακού της νόστου. Ανυπότακτη και ανατρεπτική επιχειρεί ενάντια στο ρεύμα και στον αντίξοο άνεμο των ανάλγητων πειρατών τον δικό της «Ανάπλου», διεκδικώντας τις ρίζες της,  το χώμα που την ανέθρεψε και δηλώνοντας αυτοφυής λευκή ανεμώνη. Κι άλλοτε πάλι, ακραιφνής Ελληνίδα, απεγκλωβίζοντας τα ελληνικά της φωνήεντα μαζί με τα Ομηρικά σύμφωνα της παρήχησής της και με τον Αισχύλειο μνησιπήμονα πόνο του ανεκπλήρωτου ονείρου επικαλείται τη μάνα Ελλάδα: «Στο ακρωτήριο Δεινάρετο / Έλα Ελλάς / Έλα κυμάτισέ με».
Αντί άλλου επιλόγου για τη μακρόπνοη ποίηση της Νάσας Παταπίου, την υψηλά ανεβασμένη στην Καβαφική σκάλα, παραθέτουμε τον υποβλητικό επίλογο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής της, που παραληρεί με Σολωμικούς και Ελυτικούς  απόηχους· ωστόσο, ενδεικτικού της φασγάνου δίχα καθήλωσής μας: «Προς τα Νερά τα Σέλενα / Τόσο φως τόση πορφύρα / Τόση κυανή τρικυμία / Τόση θαλπωρή τέτοια όψη / Τέτοια αιχμηρότατη κόψη / Αυτή είναι αυτή είναι / Αναφώνησα / Και η ανάσα μου / Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα».

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                   

  



Βιβλιοπαρουσίαση

Χρήστου Μαυρή   Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών
Ένας ποιητής  πτηνοπαρατηρητής

Μιας και γίνεται στις μέρες μας πολύς λόγος για την αξιοποίηση της βιοποικιλότητας, της πανίδας και της χλωρίδας, καθώς και της πτηνοπαρατήρησης στον τόπο μας τόσο από ξένους όσο και από δικούς μας φυσιολάτρες περιηγητές, μια ποιητική συλλογή του Χρήστου Μαυρή επανέρχεται στο προσκήνιο. Η συλλογή, εκδομένη το 2010 με επιμέλεια του Γιώργου Μύαρη, τιτλοφορείται Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών και χωρίζεται σε δύο ισοδύναμες αριθμητικά ενότητες από δώδεκα ποιήματα η καθεμιά με τους υπότιτλους «Οι ικέτιδες φωνές» και «Ο ανελέητος Αύγουστος»,  χωρίς, ωστόσο, σαφή θεματική διάκριση· πράγμα που υποβάλλει στον αναγνώστη ότι μέσα από την ποικιλωνυμία των επί μέρους τίτλων και τη διαφορετικότητα των «πτερωτών» ποιητικών εναυσμάτων ο ποιητής ξαναγυρνά στους ίδιους εναέριους, αλλά και στεριανούς και θαλασσινούς τόπους μιας επίμονης λυρικής πτηνοπαρατήρησης.
Λεπτοφυής περιγραφή και αισθαντική υποβλητικότητα με εναλλασσόμενες εικόνες και σκηνικά στιγμιότυπα σε όλο το φάσμα της αισθητηριακής τους πρόσληψης μαζί με τη στοχαστική έκφραση ενός ευαίσθητου ψυχισμού αποτυπώνουν τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα της ενιαίας αυτής ποιητικής μεταστοιχείωσης. Και δεν είναι τυχαίο, που ένας ποιητής, καταφέρνοντας να θεαθεί και ν’ αφουγκραστεί σε πλατύτερους ορίζοντες και βαθύτερους μυστικούς κόσμους, επιτυγχάνει μιαν τέτοια προσομοίωση· εφόσον των πτηνών η όραση, η ακοή και η οπτική γωνία της παρατηρητικότητάς τους είναι πεντάκις πιο ανεπτυγμένη από εκείνη του καθημερινού ανθρώπου. Αποκρυπτογραφεί, λοιπόν, ο Χρήστος Μαυρής με το χάρισμα της δικής του μούσας τη γλώσσα των πουλιών, τους κραδασμούς και τα μιλήματα της φωνής τους, αποκωδικοποιώντας ταυτόχρονα τους συμβολισμούς των ποικιλόσχημων μορφών και των χρωμάτων τους, τ’ ανασκιρτήματα και τους οιωνούς των εμβληματικών τους κινήσεων: από το αναφτερούγισμα ώς τα χαμηλοπετάγματα, την άνοδο της ισορροπίας τους, αλλά και την απότομη πτώση και την καταβαράθρωσή τους, το ανεβοκατέβασμά τους σε ποταμούς και θάλασσες, όπως και τις μακρινές  μεταναστευτικές τους πτήσεις πότε σε έναστρους και πότε σε σκοτεινούς επίφοβους ουρανούς.
Μέσα από μιαν τέτοια πτηνόμορφη ανθρωποποποίηση των ενδημικών, αποδημητικών και διαβατάρικων πουλιών της κυπριακής φύσης, μα και της προσωπικής του ποιητικής ενόρασης, ο ποιητής θα ζωντανέψει τους φτερωτούς φίλους των πηγαίων εμπνεύσεων και των ορμέμφυτων εξάρσεών του, των πόθων,  των ονείρων και των οραμάτων του, καθώς και των ακαταλάγιαστων σπαραγμών τού ανθρώπινου πόνου και της πικρής οδύνης. Αλλά και με οδηγό τη μνήμη και πυξίδα την προσδοκία θα ταξιδέψει μαζί τους για τις «πολιτείες» της άνοιξης με τις φωτεινότερες μέρες. Συνταξιδεύουμε κι εμείς με τα ανθρωπόμορφα αυτά  «αλλόκοτα» πουλιά του Χρήστου Μαυρή, που μας θυμίζουν στην όψη εκείνα τα ξεχασμένα των  δημοτικών μας τραγουδιών με τη δική τους, ωστόσο, ξεχωριστή ιδιότυπη λαλιά,  συνομιλώντας με μερικά απ’ αυτά μέσα από τους αντίστοιχους ποιητικούς τίτλους: τα μαύρα, τα άγρια, τα πληγωμένα και τα πολύχρωμα εξωτικά πουλιά, τα αλλοδαπά, ξενιτεμένα, ταξιδιάρικα και τα ερωτευμένα πουλιά, τα γέρικα, τα φλεγόμενα, τα σχιζοφρενικά και τα πανικόβλητα πουλιά, τα περιπλανώμενα και τα ελεύθερα πουλιά. Προσδίδοντάς τους ανθρώπινες ιδιότητες και κοινωνικές συμπεριφορές, οικεία συναισθήματα, σκέψεις, αναστοχασμούς και προβληματισμούς, που συνυπάρχουν  με τους αμφίβολους καιρούς και τον δύσμοιρο τόπο μας, μάς υπομιμνήσκει τα δεινά και τους ασίγαστους καημούς μας. Εντούτοις, στο λεύτερο αναπέταγμά τους σε ψηλότερες περίβλεπτες κορφές με το καινούργιο φύσημα του αγέρα και το προφητικό τους ράμφος νιώθουμε συνάμα να ενσταλάζουν μέσα μας βάλσαμο λυτρωτικό την ελπίδα της εγκαρτέρησης και την απαντοχή της επιστροφής στα γνώριμα αγαπημένα χώματα της παλιννοστούσας πατρίδας. Ενδεικτικά παραθέτουμε την καταληκτική στροφή του τελευταίου ποιήματος της συλλογής: «Οι νύχτες / ερμητικά κλειστές σαν κάστρα / αγκαλιάζουν θανάσιμα τον κάμπο. / Μόνο ελεύθερα πουλιά / ακολουθώντας μυστικά περάσματα / μπαινοβγαίνουν στο σκηνικό / μεταφέροντας ακατάπαυστα / στις στιβαρές ράχες τους / νερό, πηλό και πέτρες / για να ξανακτίσουν / το γκρεμισμένο ξωκλήσι».

©  Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                     


Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014



                                                      
Βιβλιοπαρουσίαση

Δημήτρη Λεβέντη  Η Διαδρομή των Γυμνασίων της Αμμοχώστου
από το 1955 μέχρι το 1974

Η πρόσφατη έκδοση του Συλλόγου Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου με επιχορήγηση τόσο της Σχολικής Εφορείας Αμμοχώστου όσο και του προσφυγικού μας Συλλόγου αποτελεί άλλη μια κεφαλαιώδη κατάθεση μνήμης και αγωνιστικής εγρήγορσης στα πλαίσια της πολυσχιδούς εκδοτικής του δραστηριότητας. Το βιβλίο, υπό τον τίτλο Η διαδρομή των Γυμνασίων της Αμμοχώστου από το 1955 μέχρι το 1974, συνέγραψε ο Δημήτρης Λεβέντης, ένας από τους λαμπρούς απόφοιτους και ευπαίδευτους φιλολόγους καθηγητές του Ε.Γ.Α.
Είναι ενδεικτικά του στόχου της έκδοσης αυτής τα όσα επισημαίνει μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό του ο δραστήριος πρόεδρος του Συλλόγου Μιχάλης Κλεοβούλου: «Η διατήρηση της μνήμης και η σωστή αξιολόγηση της σημασίας της, όπως επιχειρείται και προωθείται με το ανά χείρας πόνημα, συντηρεί και εμβαθύνει τις διάφορες μορφές του αγώνα, που όλοι μας, οι Αμμοχωστιανοί, πρέπει να διεξαγάγουμε μέχρι την ημέρα της απελευθέρωσης και επιστροφής».
Το βιβλίο επιμερίζεται στα σχολικά δρώμενα από το 1955 μέχρι τη βίαιη διακοπή τους από τον Τούρκο εισβολέα το 1974, που καλύπτουν τα πρώτα πέντε κεφάλαια σε συνάρτηση με τα κυριότερα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της ταραγμένης εκείνης εικοσαετίας, καθώς και στο Προσάρτημα που αποτελούν οι κατάλογοι των καθηγητών και των αποφοίτων των ετών 1955 – 1974. Εκ προοιμίου, τονίζουμε την αρχειακή και ιστορική σημασία των καταλόγων αυτών, που με τόσο μόχθο εντοπίστηκαν και συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο από μέλη του Δ.Σ. με πρωτεργάτιδα την ακούραστη κ. Φοίβη Ιακώβου Ιωάννου, όπως εμφαντικά  υπογραμμίζει και ο πρόεδρος στον χαιρετισμό του, που προτάσσεται του βιβλίου.
Στον πρόλογό του ο συγγραφέας αιτιολογεί μέσα από τον εύγλωττο τίτλο του έργου τον στόχο του δύσκολου συγγραφικού του εγχειρήματος: τα όσα καταγράφονται στοιχειοθετούν το χρονικό μιας διαδρομής, «όπως την έζησαν οι γυμνασιάρχες, οι καθηγητές, οι μαθητές και οι μαθήτριες» των σχολείων μας. Μια διαδρομή, που με νοσταλγία καταφέρνει να μας ταξιδέψει στα αλησμόνητα εκείνα χρόνια που βιώσαμε στα θρανία της μαθητικής μας ζωής, αλλά και από τις έδρες διδασκαλίας, όσοι είχαμε την εξαιρετική τιμή να διδάξουμε στα πνευματικά φυτώρια της πόλης του Ευαγόρα. Συναισθανόμαστε, ακόμα, ότι ήταν μια διαδρομή, που συνεχίστηκε στην προσφυγιά, όπως ορθά υπονοεί και ο τίτλος του 6ου και τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου, αλλά και στα κατοπινότερα χρόνια μέχρι σήμερα, εφόσον η πόλις με τα σχολεία της μας ακολουθεί σε κάθε άλλη διαδρομή της ζωής μας, τόσο που «πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνουμε» κατά τον Καβάφη.
Στην προϊδεαστική εισαγωγή του ο Δημήτρης Λεβέντης επεξηγεί αδρομερώς το περιεχόμενο, τη δομική διάρθρωση και τον τρόπο αποτύπωσης των ανά κεφάλαιο αναφορών του σχετικά με τις δραστηριότητες και τις επιδόσεις των μαθητών κάτω από την εμπνευσμένη καθοδήγηση των Γυμνασιαρχών και καθηγητών τους. Η παράθεση των στοιχείων αυτών, χωρίς συστηματικές αξιολογικές προσεγγίσεις, δεν θα μπορούσε να γίνει, ασφαλώς, παρά επιλεκτικά ενδεικτική της εκπαιδευτικής και πολιτιστικής ζωής στα Γυμνάσιά μας: το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, το Ελληνικό Γυμνάσιο Θηλέων Αμμοχώστου, το Οικονομικό Γυμνάσιο (ή Β΄ Γυμνάσιο) Αμμοχώστου και το Γ΄ Γυμνάσιο. Νοουμένου ότι τα αρχεία των σχολείων είχαν χαθεί με την κατάληψη της πόλης μας, διευκρινίζει με πόνο ψυχής ο συγγραφέας, θα έπρεπε να καταφύγει σε προσβάσιμες πηγές, όπως τα σχολικά περιοδικά, τους φακέλους αλληλογραφίας με το Γραφείο ή το Υπουργείο Παιδείας, σε δημοσιεύματα εφημερίδων, σε βιβλιοθήκες, δημόσια και ιδιωτικά αρχεία της ελεύθερης Κύπρου.
Το βιβλίο που αποτελεί συνέχεια εκείνου του Κώστα Κύρρη Ιστορία της Μέσης Εκπαιδεύσεως Αμμοχώστου ιδίως του Ε.Γ.Α., αν και με διαφορετική υφολογική και αξιολογική προσέγγιση, καλύπτει τις περιόδους από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ μέχρι τα τελευταία χρόνια, πριν την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Τούρκους με ενδιάμεσους σταθμούς την περίοδο της ανάπτυξης μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα μετέπειτα χρόνια της Τουρκανταρσίας και τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας στην Ελλάδα στα αντίστοιχα κεφάλαια. Στη χρονική αυτή έκταση αναφέρονται συνοπτικά κατά σχολική χρονιά οι επιδόσεις του κάθε σχολείου στο θέατρο, τον αθλητισμό, τις εκδοτικές και άλλες σημαντικές δραστηριότητες, καθώς και οι κυριότερες βραβεύσεις και διακρίσεις των μαθητών και μαθητριών. Ωστόσο, στις 240 σελίδες της αξιόλογης αυτής έκδοσης δεν θα μπορούσαν να μην περιληφθούν και κάποια χαρακτηριστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, που ζωντανεύουν τα σχολικά εκείνα δρώμενα, που τίμησαν όχι μόνο τους πρωταγωνιστές τους, δασκάλους και μαθητές, αλλά και ανέδειξαν ώς ένα μεγάλο βαθμό την πολιτισμική ταυτότητα της κατεχόμενης πόλης μας. Το βιβλίο τεκμηριώνεται και εμπλουτίζεται με διαφωτιστικές παραπομπές και υποσημειώσεις, με ευρετήριο εικόνων και βιβλιογραφικές αναφορές.
Διαβάζοντάς το από το πρώτο του κεφάλαιο, όπου με δέος βλέπουμε να παρελαύνουν ηρωικά ονόματα και αγωνιστικές δράσεις των παλικαριών – μαθητών του, που έγραψαν τις ενδοξότερες σελίδες του επικού μας Αγώνα, νιώθουμε ιδιαίτερη περηφάνια. Αλλά διατρέχοντας και τα άλλα κεφάλαια της ολοζώντανης αυτής διαδρομής αισθανόμαστε να μας κατακλύζουν ρίγη συγκίνησης και ιερής νοσταλγίας. Για τούτη τη νοσταλγία και τον πόθο της επιστροφής στη Βασιλεύουσα της ζωής και των ονείρων μας χρωστούμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ εκείνους που μας την ξαναζωντάνεψαν μέσα από της σελίδες του ξεχωριστού αυτού βιβλίου: στον ακαταπόνητο συγγραφέα του και συμπολίτη μας Δημήτρη Λεβέντη, καθώς και στον Σύλλογο Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου, που έκαμε το όραμα πράξη εμψύχωσης και τις ωραίες αναμνήσεις ακοίμητη μνήμη παλιννόστησης.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                          



Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014




Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ  Διθαλάσσου

  Ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ με τα ποιήματα - πήματά του αυτά εκπονεί μνησιπήμονα διατριβή στις ανατροπές των πικρών καιρών και στις εναγώνιες προσδοκίες των πολύχρονων δεινών της κατεχόμενης πατρίδας. Ειδικότερα, εστιάζει τη διεισδυτική όραση του νου και την προφητική ενόραση της καρδιάς στα πάθη της εγκλωβισμένης Καρπασίας και των εύψυχων ελευθέρων πολιορκημένων της, καθώς με στοχασμό και μ’ όνειρο τού το υπαγορεύει το ενδοσκόπιο του λεπταίσθητου ψυχισμού του. Άλλωστε, στη γη που τον γέννησε και τον έθρεψε με τις προγονικές υποθήκες των Αχαιών και τα μυρωμένα νάματα των Αγίων και των μαρτύρων της ήταν ένα ελάχιστο οφειλόμενο χρέος: κάτι σαν τάμα ατομικό κι αφιέρωμα συλλογικής μνήμης, να ξορκίσει το δαιμονικό με την επίκληση και την προσμονή του θαύματος, για να τελετουργήσει ξανά στον τόπο των ιερών και των οσίων του.
  Έτσι, με την πολύμοχθη σκαπάνη μιας αριστοτεχνικής ποιητικής γραφίδας ανασκάπτει βαθιά το πανάρχαιο χώμα τούτης της γης, εξορύσσοντας τα πλούτη των αμύθητων θησαυρών της και ανασύροντας από τα έγκατά της παμπάλαιες ιστορίες και παραδόσεις, ηρωικές μορφές του μύθου και θρυλικές φυσιογνωμίες  ανθρώπων μιας αλλοτινής αυθεντικής εποχής μαζί με τα αρχοντικά ήθη και τα αρχέγονα έθιμά τους. Όλες εκείνες τις έντονες παραστάσεις μιας ατέλειωτης κληρονομιάς βιωμάτων και καθημερινών δρώμενων, τουτέστιν των έργων και ημερών ενός ολόκληρου κόσμου, που δεν κατάφερε να τις ξεθωριάσει ο χρόνος μήτε να τις αλλοτριώσει ή να τις ξεριζώσει κανένας άνεμος υποβολιμαίας λήθης σε πείσμα του ανενδοίαστου κατακτητή. Γιατί, ακριβώς, μέσα από τούτη την ολιγοσέλιδη αλλά μεστή περιεχομένου συλλογή του μάς το θυμίζει περίτρανα ο ποιητής: πως ο Κάρβας, που φυσά από τη μεριά της Καρπασίας, όπως μας προειδοποιεί στην επεξηγηματική αναφορά για τον λογότυπο των ομώνυμων εκδόσεών του, κομίζει ως άλλος αγγελιαφόρος το μήνυμα της Καρβασίας κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, της αρχαίας Βοός ουράς. Και άλλοτε μάς το μεταφέρει μέσα από τα χρώματα και τις ανταύγειες του φωτός της ή στο ράμφος των ποικιλόμορφων πουλιών της σε μια εναρμόνια συμφωνία είτε ακόμα με την πεισμονή του τζίτζικα στο μονότονο τραγούδι του και μέσα από το θρόισμα των φύλλων του αόρατου. Κι άλλοτε πάλι μάς το φέρνει με τη νοσταλγική αύρα του θαλασσινού της  φλοίσβου ως αρχαίο άνθος αλός, αλλά και ως κραυγή οιμωγής και ταυτόχρονα υπόμνησης και προσταγής μέσα από «ένα βράχο με το κύμα του» ή με το δυνατό χλιμίντρισμα των Σαλαμίνιων αλόγων.
  Διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τα δεκαοχτώ ποιήματα της άρτια επιμελημένης συλλογής του Νίκου Νικολάου – Χατζημιχαήλ, ανατρέχοντας στις διαφωτιστικές σημειώσεις, τις διανθισμένες με χαρακτηριστικά φωτογραφικά και σχεδιαστικά στιγμιότυπα, που παραπέμπουν στην ανθρωπογνωσία, στη θρησκευτική ζωή και την αρχαιολογία της θαυμαστής αυτής ιστορικής χερσονήσου. Μη παραλείποντας εκ προοιμίου τη γενική αίσθηση που συναποκομίζουμε, υπογραμμίζουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν αποκάλυψη. Είχαμε, βεβαίως, γνωρίσει στα διηγήματά του την ευφάνταστη πλοκή ενός δομημένου αφηγηματικού λόγου, που απέπνεε τους λυρικούς τόνους μιας ποιητικότητας κάτω από τη γνησιότητα μιας δημιουργικής προσωπικής σφραγίδας. Ωστόσο, την αποτύπωση της δόκιμης ποιητικής του γραφής μόλις φέτος ευτυχήσαμε να δούμε στο φως της δημοσιότητας, εφόσον η πρώτη του συλλογή του 1984, που επιγράφεται Καρπασία, είναι χειρόγραφη έκδοση εκτός εμπορίου, όπως αναγράφεται στη σχετική του εργογραφία. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι μέχρι στιγμής εισέπραξε τόσον εδώ όσο και στον ελλαδικό χώρο διθυραμβικές κριτικές. Καταθέτοντας με τη σειρά μας το γενικό στίγμα της δικής μας αποτίμησης, θα επισημαίναμε απερίφραστα ότι το κάθε ποίημα είναι και ένα καλοδουλεμένο ακριβό κέντημα, φιλοτεχνημένο στον καμβά του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του δημιουργού του με τα κεντίδια ενός άμεμπτου πολυτονικού. Το γλωσσικό ένδυμα, ανάλογο των μεταφορικών αλληγορικών συμβολισμών και των υποβλητικών εννοιολογικών σχημάτων, εμπλουτίζεται από λόγια και διαλεκτικά στοιχεία  στην πληρότητα της ποικιλομορφίας και την άρρηκτη συνοχή της γλώσσας μας. Όχι μόνο απηχεί το κάλλος του ηδυσμένου ποιητικού λόγου, που αποδίδεται με τα σύνεργα μιας αφομοιωμένης εμβάθυνσης στα έργα των μεγάλων ποιητών μας, εξού και οι κάποιες φραστικές ή νοηματικές συνηχήσεις γόνιμων επιδράσεων. Στις στροφές μιας αισθητικής στιχουργικής συμμετρίας, καθώς και στις επιγραμματικές ή εκτενέστερες ενότητες των ποιημάτων του δεν διαφαίνεται απλώς, αλλά επαρκώς πιστοποιείται η αβίαστη έμπνευση  επαγωγικών συλλήψεων, μέσα από τις συνεχείς αναζητήσεις και τις μεταρσιωτικές κατανυκτικές ανατάσεις στην υψηλή της Ποιήσεως Καβαφική σκάλα. Κι όσο κι αν είναι δύσκολο και σπάνιο, ο Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ επιτυγχάνει να πολιτογραφηθεί εις των ποιητικών ιδεών την πόλι.
  Βαδίζουμε, λοιπόν, και περιδιαβάζουμε μαζί με τον ποιητή, συνταξιδιώτες και συνοδοιπόροι, στη στενή λωρίδα της γενέθλιας γης του, της Διθαλάσσου, πλημμυρισμένοι από τα δάκρυα των δυο θαλασσών της, που σμίγουν τα σμαραγδένια νερά τους ανάμεσα στο ακρωτήρι του Αποστόλου Αντρέα και τις Κλείδες των γλάρων. Τούτη η γη, στ’ αλήθεια, μαζί με την παρούσα συλλογή που τη μνημονεύει και την ανιστορεί ποιητικά, δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πιο εύστοχα, παρά από ένα τέτοιο αρχαιοελληνικό επίθετο, που συνειρμικά σημαδεύει τις πέτρες των ερειπίων της και τις αμμουδιές των ακτών της, όπου έφτασαν οι απόγονοι του Τεύκρου πρώτοι οικιστές. Της διθαλάσσου αυτής γης σαφής συνδήλωση, επιπλέον, είναι η συνάντηση του ελληνικού και του χριστιανικού κόσμου, όπως καταφαίνεται από την οικοδομική διαστρωμάτωση των αρχαιοπρεπών κτισμάτων και του πλήθους των βυζαντινών εκκλησιών της. Τούτο τον διφυή κόσμο συνέχισαν οι επίγονοι με το δέος της πανάρχαιας φυλετικής καταγωγής και την πίστη της θρησκευτικής τους ευλάβειας. Έτσι, και η διήκουσα γραμμή των ποιημάτων της Διθαλάσσου δεν μπορεί  να διασπάσει τον συνδετικό ειρμό της σφαιρικής τους σύνθεσης σε επί μέρους νοηματικές ενότητες.
  Το «φως» ως προανάκρουσμα της συλλογής συνέχει τα ποιήματα στη συνθετική τους ενότητα, φωτίζοντας το πνεύμα της ταυτότητάς τους. Ένα «φως» μιας απέραντης κοσμογονικής φωτοχυσίας σ’ όλες τις αποχρώσεις και τους ιριδισμούς του, που φανερώνει αποκαλυπτικά τους παλμούς της Καρπασίτικης φύσης μαζί με τους κραδασμούς του ποιητή, που συνεκδοχικά αντιπροσωπεύει τους συντοπίτες του: τους ελάχιστους εκείνους, αλλά αδέκαστους και ανένδοτους εγκλωβισμένους, «όπου στην ζωή των ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες», καθώς και εκείνους που αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Για τούτο και αφειδώλευτα μοιράζεται μαζί τους ο ποιητής και κατ’ επέκταση με όλους εμάς τους ακατασίγαστους πόθους και τις ανειρήνευτες έγνοιες του για τη μοίρα του έσχατου οχυρού της ελληνικότητάς μας στις ακρώρειες και τις εσχατιές της μοιρασμένης μας νήσου. «Εδώ γεννήθηκα» διαλαλεί με περηφάνια, αλλά και με πόνο ψυχής εδώ επιστρέφει νοερά, οδηγώντας μας στη «μικρή περιήγηση» τού αντίστοιχου ποιήματος στην πατρογονική εστία του σπιτιού του «με τους κίονες». Είναι εδώ, όπου «κι αντί να τραγουδ[ά] γλυκά σαν τα πουλιά», οδυνόμενος «ανακαλ[ιέται]. Εδώ «μέσ’ από φωτογραφίες την Ελένη μελετ[ά]» μαζί με τους αστερισμούς των παιδικών του χρόνων. Εδώ κι η ανεπούλωτη πληγή της Παναγίας της Κανακαριάς μέσα από τους ελεγειακούς στίχους του ομώνυμου ποιήματος. Εδώ είναι, επίσης, όπου ξετυλίγονται μπροστά του, ανεξίτηλα ιστορικά τεκμήρια, οι «παλιές σφραγίδες», «τα άλογα», που ζωντανεύουν από τους τάφους της Σαλαμίνας «έτοιμα για αναχώρηση». Σ’ αυτό το μοιρόγραφτο σημείο της Κυπριώτισσας γης εμμένει ο ποιητής να αντιπαραβάλλει εικόνες της αλλοτινής ευτυχισμένης ζωής, που έθαλλε στο σκίρτημα των αιωνόβιων θάμνων, των λουλουδιών, και των γοργοφτέρουγων ενδημικών πουλιών, με τις δυσοίωνες σκηνές του πολέμου και της συμφοράς, όπως σκιαγραφούνται με μουντές σκιές στο ποίημά του «χαράκωμα».
  Προεκτείνοντας, ωστόσο, την απερίσπαστη οπτική της θέασής του, φτάνει μέχρι την πόλη – φάντασμα της Αμμοχώστου, όπου τώρα βλέπει να ξαναζωντανεύουν μπροστά του το ονομαστό Γυμνάσιο της φοίτησής του και στα ιωνικά του προπύλαια ο κήπος με τις γιορτινές πορτοκαλένιες διακοσμήσεις. Η αθάνατη μορφή του γυμνασιάρχη του δρος Κυριάκου Χατζηιωάννου τού εμπνέει το ελπιδοφόρο όραμα της «αναγέννησης», που, σύμφωνα με τους δυο τελευταίους στίχους του ομότιτλου ποιήματος, με αισιόδοξο κέλευσμα προστάζει: «Στης χαλκοφόρου το στερέωμα / Να ξαναλάμψει». Σύροντας, εξάλλου, τα βήματα προς τη θάλασσα, αναστοχάζεται με φιλοσοφική διάθεση την τραγική μοίρα του ξενοδοχείου «Σαλαμίνια» και του άτυχου νέου, που ξεψύχησε  μετέωρος ανάμεσα στα βομβαρδισμένα συντρίμμια κι έμεινε εκεί να κοιτάζει την «πατρίδα ανάποδα γυρισμένη». Δεν διστάζει, όμως, σ’ ένα άλλο ποίημα να προφητέψει με στεντόρεια φωνή τα εξής: «Και η Καμήλα / Θ’ ανασηκώσει την καμπούρα της / Θα ξεσηκώσει κύματα / Θα ξυπνήσει τα μισοκοιμισμένα θαλασσοπούλια».  Αυτή την εσπευσμένη εγρήγορση τη νιώθει ως επιτακτική αναγκαιότητα ο ποιητής στον «μονόλογο» της πνιγηρής μοναξιάς του, όπου συναισθάνεται με κρίση εναγώνιας υπαρξιακής συνείδησης τη δουλική χαμέρπεια των προδομένων ιδανικών και τη ματαίωση του τραγικού αδιεξόδου. Γι’ αυτό και η αμφισημία της πλάκας στο προτελευταίο ποίημα: είτε το κακόγουστο αστείο πρέπει να σταματήσει είτε η ταφόπλακα του χρόνιου ενταφιασμού οφείλει να ραγίσει, για να βγούμε, επιτέλους στο φως, θρυμματίζοντας τα αδιέξοδα.
  Στο τελευταίο ποίημα, που επιστεγάζει τη συλλογή, ο «Ανθέμιος Καλοκαίρης» είναι μια υποβλητική μετωνυμία, που κομίζει το κατ’ εξοχήν αισιόδοξο μήνυμα κατάφασης της ζωής, αλλά και του τόπου της ονειρικής ειρηνικής μας διαβίωσης. Το ποίημα αποτελεί μιαν αναθηματική ωδή αγάπης και ευγνωμοσύνης στον φίλο και Διδάσκαλό του, τον αείμνηστο Θεοδόση Νικολάου, στη μνήμη του οποίου στοιχειοθετεί ανασυνθετικά στίχους, που αποσπά από ποιητικές του συλλογές, για να υπομνήσει αποφθεγματικά στον επίλογό του: «Και στο φεγγάρι ρίχνοντας ματιά ευγνωμοσύνης / Τι στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι ανάβει».
  Αντί άλλου σχολίου ή πρόσθετης αναφοράς και επισήμανσης, μεταφέρουμε ως ακροτελεύτιο  αυτούσια τη φωνή του ποιητή από το ποίημά του «Καρπασία», όπως καταγράφεται μέσα από τον νόστο της πατρώας γης και την αγωνιστική αφύπνιση για απελευθέρωση και επιστροφή: «Κάθε πρωί / Ακονίζω τη μνήμη μου / Κι ένα μαχαίρι / Ανάμεσα σε θάλασσες που ματώνουν / Σε δυο κομμάτια με χωρίζει. / …/ Ας αρχίσει λοιπόν ο αγώνας / Κι ας μην είναι διά την δόξαν / Ας είναι για τα καπνολούλουδα / Και τις σκορπισμένες ψηφίδες / Της διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας».

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                                                   



  





Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή
   
Με τη δική τους έκφανση του ωραίου
Κριτικά δοκίμια

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Literatura et Artes το βιβλίο της Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή υπό τον τίτλο  Με τη δική τους έκφανση του ωραίου.
Το βιβλίο της γνωστής φιλολόγου, συγγραφέως και κριτικού Λογοτεχνίας συνιστά στις 340 σελίδες του μιαν άρτια επιμελημένη έκδοση από φιλολογικές μελέτες και κριτικά δοκίμια παρουσίασης σημαντικών πτυχών του έργου εννέα κορυφαίων ποιητών της πανελλήνιάς μας Γραμματείας.
Αφορμή για τα κείμενα που συγκεντρώνονται στην παρούσα έκδοση έδωσε μια διπλή τιμητική επέτειος τη χρονιά που μας πέρασε: το έτος συμπλήρωσης 70 χρόνων από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά και 150 χρόνων από τη γέννηση μαζί με τα 80 χρόνια από την εκδημία του Κωνσταντίνου Καβάφη. «Τόσο για τον πατριδολάτρη μεγαλόπνευστο ποιητή της εθνικής μας συνείδησης και της πνευματικής αναγέννησης του σύγχρονου Ελληνισμού όσο και για τον μεγάλο Αλεξανδρινό της ελληνικής διασποράς και τον καταξιωμένο πρωτοπόρο δημιουργό της οικουμενικής ακτινοβολίας θα άξιζε έστω κι ένας ασήμαντος δικός μας οβολός συνεισφοράς ως ένδειξη ελάχιστου χρέους και ταυτόχρονα ως πολλαπλάσια ανταμοιβή της περηφάνιας που μας κληροδότησαν», σημειώνει προλογικά η συγγραφέας.
Ωστόσο, η Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή στο αξιόλογο πόνημά της δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στους δύο μεγάλους σκαπανείς της νεότερης ελληνικής ποίησης, αλλά θέλησε να εμπλουτίσει τις σελίδες του βιβλίου με την αναφορά σε καίριες οπτικές του έργου και άλλων επιφανών δημιουργών της πανελλήνιάς μας ποιητικής λογοτεχνίας και οι οποίοι σχετίζονται άμεσα μαζί τους: είτε ως προς την κριτική αποτίμηση της τέχνης τους είτε ως προς τις καταλυτικές επιδράσεις που δέχτηκε από αυτούς τους μέντορές τους η δική τους ποίηση. Έτσι, κατά σειράν παρουσιάζονται θεματικές όψεις από το μνημειώδες έργο των δυο τιμημένων με Νόμπελ ποιητών μας, του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, του Τάκη Παπατσώνη και του Γιάννη Ρίτσου, καθώς και των τριών διαπρεπών ποιητών της Κύπρου, του Κώστα Μόντη,  του Κύπρου Χρυσάνθη και του Κυριάκου Χαραλαμπίδη.
Η επιλογή,  σημειώνουμε, δεν είναι τυχαία, εφόσον ο Παλαμάς, κατά την ίδια οξυδερκή πρόβλεψη που εκφράστηκε ευνοϊκά για τον Καβάφη, παρέδωσε με εμπιστοσύνη τη σκυτάλη της διαδοχής στον Σεφέρη εν όψει της ιστορικής του Στροφής κυριολεκτικά και μεταφορικά για την καταξίωση των ποιητικών μας πραγμάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά και ο Σεφέρης απεκάλεσε τον Παλαμά τελευταίο διδάσκαλο του Γένους και μαθήτευσε οπωσδήποτε στην περιώνυμη Καβαφική σχολή. Ο Ελύτης δεν υπήρξε μόνο από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», αλλά και για τον πρώτο του δάσκαλο στην ποίηση, τον Καβάφη, ένιωθε μια βαθιά περιέργεια, ένα βαθύ ενδιαφέρον και ένα βαθύ θαυμασμό. Ο Τάκης Παπατσώνης, ο ποιητής του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού, δεν άντλησε μόνο δάνεια από την Καβαφική τεχνοτροπία, αλλά και η πρώιμη εκδήλωση εκτίμησης και θαυμασμού για το έργο του Αλεξανδρινού φανερώνεται και από τις μεταφράσεις ποιημάτων του στα Γαλλικά, που μελοποίησε ο Δημήτρης Μητρόπουλος. Επιπλέον, για τον Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή της Ρωμιοσύνης, η ζωή και το έργο του Καβάφη στάθηκαν πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία των «Καβαφικών» του ποιημάτων. Ο πολυγραφότατος, επίσης, ποιητής μας Κώστας Μόντης έχει αφομοιώσει με την ιδιότυπη γραφίδα της ποίησής του γόνιμα στοιχεία από τον Καρυωτάκη, αλλά και από τον Καβάφη. Όσον αφορά στον Κύπρο Χρυσάνθη, που ο ευπαίδευτος κριτικός μας Κώστας Προυσής απεκάλεσε «χρυσορρόα ποιητή και Κωστή Παλαμά της Κύπρου», το ογκώδες ποιητικό του έργο σφραγίστηκε από τον γενάρχη του νεοελληνικού ποιητικού μας λόγου. Τέλος, η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη ανατροφοδοτείται δημιουργικά και ανανεωτικά γονιμοποιείται από την Καβαφική και Σεφερική ποιητική.
Η συγκροτημένη φιλολογική γραφίδα της κ. Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή μέσα από το αξιόλογο αυτό βιβλίο της καταδεικνύει ότι οι πιο πάνω μεγάλοι ποιητές μας είναι περισσότερο σήμερα παρά ποτέ επίκαιροι και κεντρομόλοι στο επίκεντρο των σκέψεων, των συναισθημάτων και των στοχασμών μας με τις προφητικές τους φωνές και τις προβλεπτικές προειδοποιητικές τους υποδείξεις. Γιατί έχουν πολλά να μας πουν ακόμα και άλλα τόσα να διαμηνύσουν στους χαλεπούς καιρούς μας μέσα από το πολύκροτο έργο τους.      

    






Βιβλιοπαρουσίαση

 Ανδρέα Μορφίτη  Το Μεταναστευτικό και οι επιπτώσεις του
Σκέψεις – Προβληματισμοί – Παρεμβάσεις – Εισηγήσεις

Ποιος δεν θα συμφωνούσε με τις άκρως επίκαιρες, τις εξόχως τεκμηριωμένες και τις επωφελώς εποικοδομητικές απόψεις του κυρίου Ανδρέα Μορφίτη, όπως με οξυκόρυφη ευστοχία και ρηξικέλευθη δορίμαχη παρρησία τις διατυπώνει στο βιβλίο του υπό τον ως άνω τίτλο. Ένας συγκεντρωτικός τόμος της πολύχρονης αρθρογραφίας και των συστηματικών παρεμβάσεών του στα ΜΜΕ ως προς το επίμαχο μεταναστευτικό μας πρόβλημα, που αριθμεί πέραν των 200 πυκνογραμμένων σελίδων γλωσσικής αρτιότητας και που κυκλοφόρησε ευρέως κατά την περσινή χρονιά από τις εκδόσεις Επιφανίου. Η ένθερμη υποδοχή, της οποίας έτυχε τόσο από τους άμεσα ενδιαφερομένους σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής όσο και από το πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, προοιωνίζεται στα επαινετικά σχόλια και τις διθυραμβικές αποτιμήσεις, που προτάσσονται των εύληπτων άρθρων και των συγκροτημένων συνεντεύξεων, καθώς και των συμπληρωματικών παραρτημάτων του βιβλίου. Οι χαιρετισμοί και τα σύντομα βιβλιοκριτικά σημειώματα από εκκλησιαστικούς και πολιτειακούς άρχοντες, πολιτικούς αρχηγούς, πρώην υπουργούς και έγκριτους δημοσιογράφους προϊδεάζουν την επί μέρους θεματική τής αντικειμενικής διαλεκτικής προσέγγισης και ευσύνοπτα επισημαίνουν τα σημεία αιχμής της διαχρονικής προβληματικής του επαΐοντος συγγραφέως: ενός όχι μόνο αρμόδιου τεχνοκράτη λειτουργού, αλλά, προπάντων, εν ονόματι της πατριωτικής αρετής και της απτόητης τόλμης τού εναγωνίως μαχόμενου ενεργού πολίτη στο εχθρικό πεδίο των ιδεοληπτικών αντιπαραθέσεων, της μικροκομματικής πολεμικής και της παρελκτυστικής τακτικής για ένα μείζον ζωτικό ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας, που εξακολουθεί να απειλεί με τις καταλυτικές  επιπτώσεις και τις προβλεπτές του διαστάσεις  την εθνική και πολιτισμική επιβίωση του τόπου μας.
Στην εκ προοιμίου εισαγωγή του ο συγγραφέας διαγράφει αδρομερώς το στίγμα αυτών των αγώνων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τις διαφωτιστικές εισηγητικές του προτάσεις και τις αποκρυσταλλωμένες του θέσεις, με τα πύρινα άρθρα του στον τύπο, τις επιστολές προς τους ιθύνοντες της πολιτείας και της εκκλησίας, τη διοργάνωση σχετικών σεμιναρίων, τη συγκέντρωση επίσημων στατιστικών στοιχείων και την αξιολόγηση αξιόπιστων συμπερασμάτων τρίτων γύρω από την ανεξέλεγκτη «κατακλυσμιαία εισροή» του μεταναστευτικού κύματος, που έχει καταλήξει σε τσουνάμι μιας ψευδεπίγραφης πολυπολιτισμικότητας. Ομολογεί, επιπλέον, ότι οι άοκνες αγωνιστικές του προσπάθειες, προσκρούοντας, δυστυχώς, στην αρνητική αντιμετώπιση ατελέσφορων προσχημάτων και ασύγγνωστων προσκομμάτων από τους μέχρι τούδε εμπλεκόμενους παράγοντες, τον είχαν οδηγήσει όχι στην αδράνεια, προφανώς, της ενδοτικής παραίτησης, παρά στην αξιοπρέπεια της πρόωρης αφυπηρέτησης.  Συγκεφαλαιώνοντας, ωστόσο, το προανάκρουσμα της εισαγωγής του για αφύπνιση και ευαισθητοποίηση, υπογραμμίζει την αντισωβινιστική και αντιρατσιστική του πρόθεση προς τον συνάνθρωπο μετανάστη, αλλά, ταυτόχρονα, την επιστράτευση του ορθολογιστικού ρεαλιστικού χειρισμού για τη σωστή επίλυση του μεταναστευτικού προβλήματος σε μια μοιρασμένη πατρίδα, που δεν πρέπει να διαιωνίσει το φάσμα του τρίτου Αττίλα, καθώς προειδοποιεί μέσα από την πλειάδα των δημοσιευμάτων της αρθρογραφίας του στη συνέχεια.
Με το μέτρο της ευθυκρισίας, της υπεύθυνης τεχνογνωσίας και μιας αψευδούς μακρόπνοης διορατικότητας και ανατρέποντας φρούδες εξαγγελίες εθνικού σχεδίου δράσης της προηγούμενης κυβέρνησης, στεγανές ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις και αγκυλώσεις, επικαλείται, προσφυώς, τα προς αποφυγήν παθήματα άλλων χωρών: της Ελλάδας, σύμφωνα με τον πρώην αρμόδιο Υπουργό,  για τη σύγχρονη «κάθοδο των Δωριέων», που «πρόκειται για βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας και του κράτους», καθώς και τη δήλωση της Μέρκελ περί αποτυχίας του πολυπολιτισμικού μοντέλου και της εφαρμογής της πολυπολιτισμικής κοινωνικής ενσωμάτωσης στην πανίσχυρη Γερμανία. Είναι αξιοσημείωτες, επίσης, και ουδόλως παρωχημένες οι σκέψεις του Μαρξ, που επιτάσσει ως επίλογο του βιβλίου για τη λαθρομετανάστευση, όπως ενδεικτικά παραθέτουμε: «Σκοπός της εισαγωγής ξένων εργατών είναι η διατήρηση της δουλείας και η ακύρωση όλων των διεκδικήσεων των ντόπιων εργατών για μισθούς και συνθήκες εργασίας».
Εντούτοις, ο συγγραφέας στα αλλεπάλληλα αρθρογραφικά του κείμενα δεν περιορίζεται, απλώς, με την παράθεση επίσημων στατιστικών πινάκων σε θεωρητικές διαπιστώσεις για τις αρνητικές παρενέργειες της εισαγόμενης, κυρίως, εκ των κατεχομένων λαθρομετατανεύσης και της παράνομης εργασίας, αλλά εισηγείται τη λήψη άμεσων πρακτικών μέτρων για την απάμβλυνση του προβλήματος. Και δεν είναι μόνο τα όσα, επωδύνως, αδιανόητα καταθέτει στο βιβλίο του, μοναδικό στο είδος του στην κυπριακή βιβλιογραφία. Ο αγώνας του συνεχίζεται δυναμικός και ακάθεκτος, όπως θα έπρεπε και του καθενός μας, συνειδητοποιώντας και μόνο τα νούμερα: 94908 αλλοδαποί και κοινοτικοί απασχολούμενοι μέχρι τον Απρίλιο του τρέχοντος έτους και από το 2010 μέχρι το 3ο τρίμηνο του 2013 η εξαγωγή του μεταναστευτικού συναλλάγματος ανήλθε στα €782 εκατομμύρια, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας. Πώς θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι αριθμοί αυτοί μπροστά στη μάστιγα της οικονομικής κρίσης σε έναν τόπο υπό κατοχήν και τη ραγδαία άνοδο της ανεργίας στο 17%; Διερωτάται εύλογα ο Ανδρέας Μορφίτης, καταθέτοντας πρόσφατα ως Αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Δημογραφικής και Μεταναστευτικής Πολιτικής τους προβληματισμούς και τις εισηγήσεις του ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Βουλής, καθώς και των συναρμοδίων Υπουργών, οι οποίοι και υποσχέθηκαν να επιληφθούν του θέματος. Ίδωμεν;

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                
       
             








Βιβλιοπαρουσίαση

Σοφοκλή Λαζάρου  Σύμμικτα

Με τον ανωτέρω τίτλο κυκλοφόρησε ήδη περί το τέλος του 2012 από τις εκδόσεις του περιοδικού Ακτή στη σειρά Ελληνομνήμων ο συγκεντρωτικός τόμος ποικιλώνυμων και πολυθεματικών εργασιών του Σοφοκλή Λαζάρου. Τα επιλεγμένα κείμενα, παρόλο που δεν επιμερίζονται ονομαστικά σε θεματικές ενότητες, για να συνάδουν, ενδεχομένως, με τη συμμιγή μορφή του περιεχομένου του βιβλίου, ωστόσο είναι διακριτοί οι νοητοί άξονες της θεματολογικής κατηγοριοποίησης και της περιπτωσιολογικής τους κατάταξης, νοουμένου ότι ορισμένα από αυτά γράφτηκαν στα πλαίσια διαφόρων εκδηλώσεων ή άλλων ευκαιριακών δραστηριοτήτων. Ο ίδιος αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής προϊδεαστικά στο εισαγωγικό του σημείωμα: «Η οπτική των κειμένων είναι εμφανής· είναι η οπτική μου ως εκπαιδευτικού και πνευματικού δημιουργού αλλά και ως ατόμου που αγωνίστηκε και πόνεσε για την ελευθερία της Κύπρου. Μια οπτική που εκπορεύεται από μια ιδεολογική αποκρυστάλλωση κληρονομημένη αταβιστικά, μπορώ να πω, ένα υποσυνείδητο και εκκρεμές χρέος προς τον γενέθλιο τόπο».
Συγκεκριμένα, ο παλαίμαχος εκπαιδευτικός, ο ευπαίδευτος φιλόλογος και καταξιωμένος λογοτέχνης στις 280 σελίδες, που αριθμεί το έργο της σημαντικής αυτής συγκομιδής του, επαναφέρει συγκεντρωμένα εδώ σύντομα και εκτενέστερα μελετήματα γύρω από εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά και φιλολογικά θέματα διαχρονικής εμβέλειας, φιλοσοφικούς ποιητικούς αφορισμούς και πατριωτικά κείμενα, εμπνευσμένα από τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, συνεντεύξεις, που αφορούν στο έργο του και ειδικότερα σε ορισμένες πτυχές του, καθώς και παρουσιάσεις του εκπαιδευτικού, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού και αγωνιστικού έργου επιφανών ανθρώπων του τόπου μας.
Μελετώντας και αποτιμώντας συνοπτικά τα «σύμμικτα» αυτά αποθησαυρίσματα του Σοφοκλή Λαζάρου, όπου η εμβριθής φιλολογική γραφίδα σμίγει με το πηγαίο ποιητικό ύφος του φιλολόγου-λογοτέχνη, δεν σπουδαιολογούμε μόνο το εύρος των γνώσεων και την εντρύφηση των ενδιαφερόντων του σε πολλαπλά πεδία του εκπαιδευτικού και φιλολογικού επιστητού, αλλά και την ορθοκρισία, τη σαφήνεια και την αμεσότητα της δημιουργικής του γραφής, που αναδεικνύει ένας στιβαρός δοκιμιακός λόγος διαλεκτικής συλλογιστικής, νοηματικής αρτιότητας και αισθητικής καλλιέπειας.
Είναι για τούτο, ακριβώς, που αναλογίζεται κανείς τη μοίρα αφενός των τήδε κακείσε εγκατεσπαρμένων κειμένων ή ομιλιών και αδημοσίευτων είτε δημοσιευμένων ακόμη εισηγήσεων στα κατά καιρούς και κατά τόπους πολιτισμικά δρώμενα και αφετέρου το δέον γενέσθαι μιας τέτοιας συγκροτημένης έκδοσης· και όχι απλώς επειδή κατά το γνωστό λατινικό «scripta manent verba volant»,  αλλά και γιατί τα γραπτά αυτά, που στοιχειοθετούν τον μόχθο μιας ζωής και μαζί μια κατάθεση ψυχής, τίθενται στην υπηρεσία των σημερινών αναγνωστών και των αυριανών μελετητών όχι, ασφαλώς, ως νοσταλγικές αναπολήσεις μιας αλλοτινής εποχής, αλλά ως αξιοπρόσεχτα σημεία αναφοράς και συγκριτολογικής εμβάθυνσης.                      
Συγκεκριμένα, οι πρώτες εκατόν σελίδες των Συμμίκτων περιλαμβάνουν ιστορικές ανασκοπήσεις και βιωματικές μνήμες, καίριες προσεγγίσεις, εμπεριστατωμένες αναλύσεις και διαφωτιστικές παρεμβάσεις σε ένα πολυπρισματικό φάσμα ζητημάτων στον αμιγή χώρο της εκπαίδευσης και στο εκπαιδευτικό γίγνεσθαι μιας πολυδιάστατης παιδαγωγίας με γενικότερες πολιτικοκοινωνικές προεκτάσεις αγωγής και παιδείας. Εξού και δεν είναι τυχαία η αποφθεγματική ρήση του Αντιφώντος, που προτάσσει ο συγγραφέας ως προμετωπίδα στο εναρκτήριο κείμενο του βιβλίου του: «Πρώτον, οίμαι, των εν ανθρώποις εστί παίδευσις». Μετά την αδρομερή ιστορική αναδρομή της δεκαετίας 1950 – 1960 για «Το Ελληνικό Γυμνάσιο Πάφου» με ειδική αναφορά στον ήρωα-ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που υπήρξε τελειόφοιτος μαθητής του τον πρώτο χρόνο του διορισμού του στο ιστορικό αυτό Γυμνάσιο της γενέτειράς του και την αποσπασματική αναφορά του για το Λύκειο Αγίου Νικολάου Λεμεσού, που υπηρέτησε ως διευθυντής τη δεκαετία 1973 – 1983, ακολουθούν κείμενα εκπαιδευτικής προβληματικής, σημαντικών πτυχών της σχολικής αγωγής και διδακτικής, της αισθητικής καλλιέργειας, καθώς και της πολύπλευρης προσφοράς τού εκπαιδευτικού προς τον μαθητή. Μελετώντας τα κείμενα αυτά, κι ας πέρασαν κάποιες δεκαετίες από τότε που γράφτηκαν, ελάχιστα θα μπορούσε να προσθέσει ή να διαφοροποιήσει κανείς αναπροσαρμόζοντάς τα στις σημερινές συνθήκες των σχολικών – παιδευτικών δρώμενων. Είναι, ωστόσο, και πολλά άλλα που παραμένουν ως θέσφατα για τη σωστή διαπαιδαγώγηση και την ουσιαστική μόρφωση του μαθητή, όπως ο ρόλος της λογοτεχνίας στην εκπαιδευτική πράξη, που με αδιάσειστα εμπειρικά τεκμήρια αποτυπώνει ο Λαζάρου μέσα από το αντίστοιχο κείμενό του της ενότητας αυτής, απ’ όπου και αντιγράφουμε την κατακλείδα: «Καταληκτικά, αν το άξιο λογοτέχνημα, ως γέννημα της εποχής του, εκφράζει την εποχή του αλλά και όλες τις εποχές, γιατί εκφράζει τον διαχρονικό άνθρωπο, αν, όπως λέγει ο Μαλρώ, είναι μια διόρθωση του κόσμου κι αν ο σκοπός της εκπαίδευσης είναι η αγωγή και μέσω της η κάποια ευτυχία του ατόμου, που δεν είναι άλλο από την αρμονία του εαυτού μας με την ύπαρξή μας, τότε αναντίρρητα η λογοτεχνία πρέπει ν’ αποτελεί το βασικότερο και σημαντικότερο μάθημα σε κάθε εκπαίδευση».
Βαθυστόχαστες απόψεις και εποικοδομητικές θέσεις ενός φιλολόγου-λογοτέχνη με οραματικές προσλήψεις και διαχρονικές αντιλήψεις, όπως διαφαίνονται και από τα δοκιμιακά κείμενα της επομένης ενότητας με φιλολογικό, φιλοσοφικό και λογοτεχνικό περιεχόμενο. Από τις εισηγητικές του επισημάνσεις υπογραμμίζουμε την ανάγκη διεθνοποίησης της ελληνικής γλώσσας ως φορέα ανθρωποκεντρικού πολιτισμού για την πολιτιστική παγκοσμιοποίηση, καθώς και την ανάγκη του εξανθρωπισμένου ανθρώπου για την καλή διαχείριση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Σε μιαν, όντως, επιμορφωτική του διάλεξη, που ενσωματώνεται εδώ για την ποίηση ο ποιητής Σοφοκλής Λαζάρου δεν επικαλείται μόνο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αλλά και νεότερους Έλληνες και ξένους ποιητές και λογοτέχνες, όχι για να υπερασπιστεί αχρείαστα την ποίηση, μα για να μεταδώσει παιδαγωγικά το βαθύτερο νόημα και το μεγάλο ανθρωπιστικό της μήνυμα, εφόσον «αφυπνίζει τις ψυχικές και νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου, τον βοηθάει να ζήσει στιγμές έξαρσης και συγκίνησης και τον μαθαίνει, έτσι, να ζει πιο πνευματικά». Ανθρωποκεντρικοί, επίσης, με αποφθεγματική ποιητικότητα είναι και οι «Στοχασμοί» της δεύτερης αυτής τρίπτυχης ενότητας, από την οποία δεν θα παραλείπαμε να τονίζαμε την εύληπτη περιεκτική μελέτη για το «Δημοτικό τραγούδι», που, σύμφωνα με τη σχετική υποσημείωση, «εκδόθηκε σε ευρύτερη μορφή το 1976 από το Τμήμα Ανωτέρας και Μέσης Εκπαιδεύσεως για την Δ΄ τάξη Γυμνασίου (Α΄ Λυκείου) ως διδακτικό εγχειρίδιο».
Ως τιμημένος αγωνιστής του Απελευθερωτικού μας Αγώνα ο Σοφοκλής Λαζάρου συσσωματώνει στα Σύμμικτά του πανηγυρικούς, ομιλίες, χαιρετισμούς, ειδικές αναφορές και συνοπτικά χρονικά για τον Αγώνα της ΕΟΚΑ. Και, ομολογουμένως, τα πατριωτικά αυτά κείμενα δεν έχουν μόνο τον συναισθηματικό βιωματικό χαρακτήρα μιας εθνεγερτικής προτροπής, αλλά και μιας νηφάλιας αντικειμενικής αποτίμησης για το ήθος και το πνεύμα της αθάνατης Κυπριακής εποποιίας.  
Στην τελευταία ενότητα, εκτός από την εκ βαθέων ανατομία του δικού του ποιητικού και πεζογραφικού έργου μέσα από δύο συνεντεύξεις, παρουσιάζει με εύστοχες αναφορές σε δύο βιβλιοκριτικές του την Ποιητική Ανθολογία της Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου με θεματική την εισβολή και την κατοχή, καθώς και το τρίτομο έργο του Φώτη Παπαφώτη Η Καρπασία στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Επιπλέον, με τα σύνεργα μιας αριστοτεχνικής γραφίδας σκιαγραφεί την εικόνα του Σωκράτη ως ιστορικού προσώπου, μας μιλά για τη ζωή και το έργο των αείμνηστων εκπαιδευτικών Πασχάλη Πασχαλίδη και Νικόλα Χατζηκωστή, για την ποίηση του αντιστασιακού αγωνιστή-ποιητή Δώρου Λοΐζου, καθώς και τη ζωγραφική του Γιώργου Κοτσώνη, δείγμα της οποίας κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου.
Με το έργο του αυτό ο Σοφοκλής Λαζάρου μάς θυμίζει ότι δεν είναι μόνο ένας εκλεκτός λογοτέχνης της ποίησης και της αφηγηματογραφίας, αλλά και ένας εξόχως επιδέξιος χειριστής της δοκιμιακής και φιλολογικής γραφίδας σε όλες τις εκφάνσεις της θεματικής της πολυμορφίας. Για τούτο και αντιστρέφουμε το δίστιχο του  Πετράρχη, που προτάσσει ως προμετωπίδα στα Σύμμικτά του: «Δεν ανήκω πουθενά, / παντού είμαι ένας ξένος». Ο δικός μας συγγραφέας, ο οικείος της εμπνευσμένης ποίησης και της πολυειδούς πεζογραφίας, Σοφοκλής Λαζάρου επαξίως ανήκει στην πανελλήνια εθνική μας Λογοτεχνία.


©  Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή                       

Βιβλιοπαρουσίαση


Πάτροκλου Σταύρου  Ο Παλαμάς και η Κύπρος
Εξ αφορμής μιας επιπλέον υστερογενούς παρουσίασης του βιβλίου του Πάτροκλου Σταύρου, ας μου παραχωρηθεί το δικαίωμα κάποιων γενικότερων σκέψεων και προβληματισμών για τη θέση και τον ρόλο του Παλαμά στα σημερινά πολιτισμικά μας δρώμενα. Εξάλλου, δεν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την πυροδότηση σε ένα εκτενέστερο προοίμιο από το έναυσμα του ίδιου του τίτλου, που επιδέχεται κατ’ αντιστροφή και προέκτασή του και άλλες ερμηνευτικές διαστάσεις: η Κύπρος και ο Παλαμάς σήμερα ή πιο διευκρινιστικά η Κύπρος και οι Παλαμικές υπομνήσεις.
Έτσι, η φετινή επέτειος των 70 χρόνων από την εκδημία του μεγάλου βάρδου της Φυλής και του άλλου εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά όφειλε, πιστεύουμε, να συσσωρεύσει μεγαλύτερη κομιδή φιλολογικών εκδηλώσεων, ειδικών αφιερωμάτων σε περισσότερα τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών και μιας σειράς εκλαϊκευμένων, έστω, άρθρων στον ημερήσιο τύπο γύρω από θεματικές πτυχές του πολύκροτου Παλαμικού έργου, όπως και συγκροτημένων, κατ’ εξοχήν, μελετών κάτω από την ανανεωμένη διαφωτιστική ματιά ενδιαφερομένων μελετητών του. Όχι μόνο γιατί εμείς εδώ στην Κύπρο, που τόσο αγάπησε και γνοιάστηκε ο μεγάλος ραψωδός του νεότερου Ελληνισμού τόσο με τον εμπνευσμένο ποιητικό και πεζό του λόγο όσο και με τις πολιτικές του πράξεις, παραμένουμε ανεξόφλητοι οφειλέτες του, αλλά γιατί στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε σήμερα χρείαν έχομεν πολλήν των διαχρονικών του παραινέσεων και των επίκαιρων προτροπών του.
Η πικρή αλήθεια είναι πως το ενδιαφέρον για το Παλαμικό έργο, αν δεν σώπασε εντελώς, τουλάχιστον, μειώθηκε αισθητά από τα μεταπολεμικά έως τα κατοπινότερα χρόνια με την εμφάνιση διαφορετικών αισθητικών ρευμάτων, νεωτερικών τεχνοτροπικών αποτυπώσεων και καινούργιων δήθεν ιδεολογικών προσλήψεων. Μελετώντας, όμως, ξανά και εγκύπτοντας στη βαθύτερη ουσία του μακρόπνοου αυτού κολοσσιαίου οικοδομήματος, δεν ανακαλύπτουμε, απλώς, τη διαχρονία της δημιουργικής του εμβέλειας και την αψευδή προφητικότητα της φωνής του, αλλά και νεοφανείς αστείρευτες πηγές άρδευσης στο ποιητικό τοπίο και τη δοκιμιακή κριτική σκέψη των πιο πρωτοποριακών συλλήψεων. Ως εκ τούτου, πέραν των ευρύτερων Παλαμικών εντρυφήσεων, το χρέος του Κυπριακού Ελληνισμού δεν πρέπει να περιοριστεί  στη συνέχιση των πάλαι ποτέ λαμπρών Παλαμικών εορτασμών στην Πάφο,[1] αλλά και στην επέκταση του θεσμού και στις άλλες μας πόλεις, ούτως ώστε να μελετηθεί εκ νέου το πολύτομο και πολύπλευρο έργο του Ελληνολάτρη ποιητή μας, ένα σημαντικό κεφάλαιο του οποίου αποτελούν οι πνευματικές του σχέσεις με την Κύπρο και οι καταλυτικές του επιδράσεις σε δικούς μας σημαντικούς δημιουργούς. Υπό το φως, μάλιστα, των σύγχρονων πολιτικοκοινωνικών συνθηκών και ηθικοπνευματικών μεταπτώσεων, αλλά και των οδυνηρών επιπτώσεων στον τόπο μας από την παγκόσμια οικονομική κρίση και την αλλοτριωτική παραχάραξη του αξιακού κώδικα των ελληνοπρεπών ιδεωδών μας προέχει η αξιοποίηση των υποθηκών και των καίριων μηνυμάτων του· εφόσον ο χαλκέντερος μέγας Παλαμάς δεν υπήρξε μόνο ο Ελληνοκεντρικός πατριδολάτρης ποιητής, μα και αναδείχθηκε σε έναν από τους οικουμενικούς ποιητές της πανανθρώπινης συνείδησης, ο χαλαστής του κακού κι ο πλάστης του καλού, που ευαγγελίζεται τη λύτρωση «για τ’ ανέβασμα ξανά» τόσο στη δική μας πατρίδα όσο και ανάμεσα στις πατρίδες του κόσμου.
Εστιάζοντας, λοιπόν, ζωηρότερο το ανακτημένο μας ενδιαφέρον και το ανανταπόδοτό μας χρέος απέναντι στον Κωστή Παλαμά, ανατρέχουμε πρώτιστα στις τεκμηριωμένες πληροφορίες και τις αναλυτικές προσεγγίσεις του έγκριτου μελετητή του κ. Πάτροκλου Σταύρου, ο οποίος, ήδη, το 1968 εξέδωσε στην Αθήνα το βιβλίο του Ο Παλαμάς και η Κύπρος,[2] που αποτέλεσε έκτοτε αξιόπιστο καταφύγιο αναφοράς, καθώς και ορμητήριο έμπνευσης για τη συγγραφή διαφόρων άλλων μελετών γύρω από το θέμα. Ένα έργο ζωής και αξιοθαύμαστο πόνημα 200 περίπου σελίδων, που δίκαια βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο από την Ακαδημία Αθηνών[3] ως καταξίωση του συγγραφέα για τα νέα Παλαμικά στοιχεία που έφερε στο φως και μαζί ως αναγνώριση για άλλη μια φορά του ιδρυτή της Νέας Αθηναϊκής ή Παλαμικής Σχολής. Το βιβλίο, με φιλοτέχνηση του εξωφύλλου από τον ζωγράφο και χαράκτη Α. Τάσσο, εμπνευσμένη από κυπριακό μοτίβο, καθώς και στην προμετωπίδα του με σχέδιο από τον ίδιο καλλιτέχνη της στοχαστικής μορφής του Παλαμά ανάμεσα στα βιβλία και τα χαρτιά του, αφιερώνεται στον Εθνάρχην Μακάριον, του οποίου, ως γνωστόν, υπήρξε στενός συνεργάτης και επί έτη υφυπουργός παρά τω προέδρω.
Το έργο, που πλην της ομώνυμης μελέτης και του ανέκδοτου Παλαμικού υλικού διανθίζουν τα υπό αναφοράν ανθολογημένα ποιητικά και πεζά κείμενα, άγνωστα ως επί το πλείστον στους πολλούς, έτυχε, όπως ήταν αναμενόμενο, ένθερμης υποδοχής και ευμενέστατων σχολίων, σύμφωνα με δημοσιεύματα στον κυπριακό και αθηναϊκό τύπο:[4] «Το βιβλίο του κ. Σταύρου επροκάλεσε το γενικώτερο ενδιαφέρο του πνευματικού και λογοτεχνικού κόσμου της χώρας και ιδιαίτερα των “Παλαμιστών” που έχουν αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής δημιουργίας και δραστηριότητάς των στην έξαρση, ερμηνεία και τοποθέτηση του εμπνευσμένου Παλαμικού έργου (ποιητικού και πεζού) μέσα στην πολυτάραχη νεοελληνική πνευματική ζωή των τελευταίων εκατόν χρόνων. […] Ο εκλεκτός πνευματικός άνθρωπος και φίλος κ. Κατσίμπαλης, ο γνωστός Έλληνας μελετητής του παλαμικού έργου, που αφιέρωσε όλη τη ζωή του και το πνευματικόν ταλέντο του στη συγκέντρωση, αποδελτίωση, αξιολόγηση, τοποθέτηση και επανέκδοση ολόκληρου του Παλαμικού έργου, παίρνοντας αφορμή από τη δημοσίευση των πέντε ανέκδοτων επιστολών του Κωστή Παλαμά, αφιερώνει στο “Βήμα” (30 Ιουνίου) ολοσέλιδο κριτικό σημείωμα γύρω από το βιβλίο του κ. Σταύρου, υπογραμμίζοντας “τα αληθινά και ενδιαφέροντα νέα στοιχεία που φωτίζουν όχι μόνο τις σχέσεις του Παλαμά με την Κύπρο, αλλά και τη φυσιογνωμία του ίδιου του ποιητή”». Όσον αφορά στο τελευταίο, τονίζουμε με τη σειρά μας ότι ο αξιοπρόσεχτος τούτος συγγραφικός καρπός του δικού μας εμπνευσμένου Παλαμιστή δεν συνιστά μόνο σταθμό στα Παλαμικά μας πράγματα, εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο τη δαψιλή παραγωγή τους, ποσοτική και ποιοτική, αλλά και προσθέτει εμφανείς ψηφίδες στην ψυχογράφηση της προσωπογραφίας του Παλαμά, που αντανακλούν τις πάλλουσες χορδές του ευαίσθητου ψυχισμού του και τα ευγενή οράματα ενός αεικίνητου ουμανιστικού πνεύματος.  
Στον προϊδεαστικό του πρόλογο ο Πάτροκλος Σταύρου, πλήρης ευγνωμοσύνης κατά πρώτο λόγο προς τον Παλαμά για τους αμοιβαίους δημιουργικούς του δεσμούς με την Κύπρο και κατά δεύτερο λόγο προς όσους έθεσαν στη διάθεσή του ανέκδοτες επιστολές, επεξηγεί στον αναγνώστη τη δομή του περιεχομένου: «Στο πρώτο μέρος του περιλαμβάνεται μελέτη των αναφορών του Παλαμά στην Κύπρον και σε Κυπρίους. Στο δεύτερο δημοσιεύονται δέκα ανέκδοτα γράμματα του ποιητού προς Κυπρίους, έξι προς την Μαρίαν Ελευθερίου και τέσσερα προς τον Σίμον Μενάρδον. Στο τρίτο μέρος συνεκεντρώθησαν τα κείμενα των αναφορών του Παλαμά στην Κύπρον και σε Κυπρίους. Για την περισυλλογήν των έγινε επίμονος αναδίφησις του έργου του ποιητού στα βιβλία του και σε περιοδικά και εφημερίδες. Η εξέτασις των μελετών ή, γενικά, των αναφορών Κυπρίων για το έργον του Παλαμά, που θα ήταν και μια μορφή Κυπριακής παλαμικής βιβλιογραφίας, θα ημπορούσε να αποτελέση σκοπόν ενός ιδιαιτέρου βιβλίου». Τα όσα επισημαίνει προλογικά ο συγγραφέας επιβεβαιώνονται μέσα από την ορθολογική και εύληπτη δόμηση του βιβλίου του και στοχεύουν, αναντίλεκτα, μέσα από το περιεχόμενό του στην παροχή κινήτρων για τη συστηματική περαιτέρω ενασχόληση με το Κυπρολογικό Παλαμικό έργο. Η κοπιώδης αναζήτηση και η άοκνη προσπάθεια για εντοπισμό και άλλων συναπφότερων αναφορών φαίνεται ότι εξακολουθεί να αμείβεται,[5] όπως και η παρακίνηση για την συγγραφή σχετικών βιβλίων ή μονογραφιών με βάση τις υπάρχουσες μελέτες και τις νεότερες αναφορές θα έχει μεγαλύτερο αμειπτικό όφελος.
Εν πρώτοις, η μελέτη, υπομνηματισμένη με 70 υποσημειώσεις και παραπομπές, που ευρετηριάζονται στον «πίνακα προσώπων και πραγμάτων», ο οποίος επιτάσσεται του βιβλίου, αποτελεί στην αρχική της μορφή διάλεξη που δόθηκε κατά την «Παλαμικήν Εορτήν 1966» του Φυσιολατρικού Ομίλου Πάφου, το 1967 στον Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο Λάρνακας και τον επόμενο χρόνο συμπληρωμένη στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στην Αθήνα, καθώς και στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών στη Θεσσαλονίκη. Με μια φιλολογική γραφίδα άρτιας δοκιμιακής έκφρασης και αυστηρού κριτικού λόγου, αλλά και γλαφυρής καλλιέπειας, ανάλογης της Παλαμικής ποιητικότητας, παραθέτει και σχολιάζει είτε αυτούσια είτε αποσπασματικά ποιητικά και πεζά κείμενα με αναφορές στην Κύπρο, σε πνευματικές μορφές και ηγετικές φυσιογνωμίες, σε ιστορικά γεγονότα και μυθολογικά δρώμενα, στους θρύλους και στις παραδόσεις της. Η μελέτη μάς καλωσορίζει με το ιστορικό εκείνο καλωσόρισμα του ποιητή της κυπριακής αντιπροσωπίας στα πλαίσια της «Κυπριακής Έκθεσης» στην Αθήνα το 1901 μέσα από το ποίημά του «Κύπρος», που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «διθυραμβικό της λευτεριάς τραγούδι, που γέννησε και γεννάει σκιρτήματα υπερηφάνειας στις καρδιές, που επιβεβαιώνει την αθανασία της ακατάλυτης Ελληνικής ψυχής, που μέσα στης Κύπρου “τ’ ωραίο πολύπαθο κορμί δεν έσβυσε. Και ζη, και ζη, και ζη”». Σημειώνει, επίσης, ότι δημοσιεύεται στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα με παραλειπόμενους στίχους λόγω της λογοκρισίας, που ασκούσαν οι Άγγλοι κατακτητές, όπως και σε άλλα Παλαμικά κείμενα. Και ενώ το ποίημα είναι αφιερωμένο στον Ν. Γ. Πολίτη το άλλο πολύστιχο υμνητικό του ποίημα με τον παρεμφερή τίτλο «Η Κύπρος πάλι» «αφιερώνεται στο φίλο Ν. Κ. Λανίτη, τον Κύπριο πρωταθλητή» και είναι  εμπνευσμένο από το επαναστατικό κίνημα της Κύπρου εναντίον των Άγγλων στις 21 Οκτωβρίου 1931.
Μεταξύ των αφιερωμένων ποιημάτων στη Μαρία Ελευθερίου, που δόνησε τις χορδές του Παλαμά, περιλαμβάνεται και η μετάφραση του ποιήματος του Noμπελίστα Γάλλου ποιητή Sully Prudhomme[6] «Caresses» («Τα χάιδια»). Ωστόσο, εκτός από τα αυτοτελή ερωτικά ποιήματα, «Τα τραγούδια μου», «Στη γραμμένη ακρογιαλιά», «Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια», «Παθητικός ύμνος», «Όλες τις αγάπες», «Όλα τ’ αηδόνια» και «Αφιέρωμα», γραμμένα για την αγαπημένη του ωραία και φιλόμουση συμπατριώτισσά μας και δημοσιευμένα σε διάφορες ποιητικές συλλογές, αφιερώνει δυο τετράστιχα στον εξόριστο εθνικό μας αγωνιστή στην Αθήνα Νικόλαο Κλ. Λανίτη και στις δυο του κόρες Δομνίτσα και Ισμήνη. Εξάλλου, μέσα από τον πόνο της Μικρασιατικής καταστροφής και του ξεριζωμού από τη γη της Ιωνίας θα αφιερώσει στον Σίμο Μενάρδο «Το τραγούδι των προσφύγων», σημαδιακά προφητικό για τη μετέπειτα δική μας τραγωδία της προσφυγιάς. Με επιπλέον ένα ποίημα «Στο Σίμο Μενάρδο» θα τιμήσει τον μεγάλο Κυπρολόγο Φιλόλογο, όπως και «Στον ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση», με τον οποίο αλληλογραφεί συστηματικά, θα αφιερώσει το ομώνυμο ποίημα. Στίχους με αναφορές στην Κύπρο συναντούμε και σε άλλες ποιητικές του συνθέσεις, καθώς το νησί της Αφροδίτης και οι μακροχρόνιοι άνισοι αγώνες του για ελευθερία στάθηκαν για τον Παλαμά διαρκής πηγή έμπνευσης και βωμός ποιητικής κατάθεσης των πιο αληθινών του αισθημάτων. Έτσι, με σύντομους σχολιασμούς και εύστοχες φιλολογικές παρατηρήσεις ο Σταύρου μάς υπενθυμίζει τα ποιήματα: «Ο Ύμνος της Αθηνάς», «Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα», «Η ξενητεμένη», «Οι θεοί», «Το κελλί», «Το κορμί».
Ο Παλαμάς με την πληθωρικότητα της έμπνευσης και της πολυεπίπεδης συγγραφικής του διάνοιας γράφει, ακόμα, κριτικά μελετήματα και άρθρα για ποιητικά έργα Κυπρίων, όπως του Δημήτρη Λιπέρτη, του Πάνου Χ. Παπαδόπουλου, του Πέτρου Βασιλικού, του Ζήνωνος Ρωσσίδη, του Παύλου Κριναίου και άλλων. Δεν παραλείπει, επίσης, να εξυμνήσει τα πετραρχικά σονέττα και τα κυπριακά δημοτικά τραγούδια, να  επαινέσει κυπριακά έντυπα της εποχής και να αποφανθεί με εύστοχες κρίσεις για την πνευματική ζωή της Κύπρου. Αλληλογραφεί με σημαίνουσες προσωπικότητες, όπως τον Μ. Δ. Φραγκούδη και τον Μ. Νικολαΐδη, δίνει συνεντεύξεις και συναντάται με Κυπρίους των Γραμμάτων, όπως τον Άντη Περνάρη. Προς τον τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου της Κύπρου Μητροπολίτην Πάφου Λεόντιον γράφει μεταξύ άλλων το 1936: «…πληροί ανέπαφον την σκέψιν μου η εικών της Κύπρου, Ελληνίδος απαραγράπτου από αιώνων, παρ’ όλας τας εθνικάς εναντιότητας». Οι σκέψεις του, όμως και οι ποιητικές του ενατενίσεις δεν μένουν μόνο στα χαρτιά, αλλά γίνονται επαναστατικές πράξεις ζωής και έμπρακτες εκδηλώσεις αντίστασης, όταν ο ποιητής, όπως προσθέτει ο συγγραφέας, «αποτελεί μέλος της 45μελούς υπό τον ναύαρχον Κουντουριώτην “Κεντρικής επί του Κυπριακού Επιτροπής”» και συνυπογράφει τη σχετική προκήρυξη για συμπαράσταση προς τον αγωνιζόμενο λαό της Κύπρου. Την προτεραία του πολιτικού μνημόσυνου για τους πεσόντες του 1931, που οργανώθηκε δυο χρόνια αργότερα από την Κυπριακή Φοιτητική Νεολαία στον «Παρνασσό», δημοσιεύει ενυπογράφως το εξής μήνυμα: «Η Κύπρος και τα Δωδεκάνησα είναι και πρέπει να είναι η Μεγάλη Ιδέα της Ελληνικής ψυχής». Ενώ η επιστολή του προς την Κυπριακή Νεολαία τον επόμενο χρόνο επ’ ευκαιρία τελετής για την Κύπρο στον Μνημείο το Άγνωστου Στρατιώτου βρίθει εθνεγερτικών πατριωτικών μηνυμάτων: «Η Κυπριακή Νεολαία δεν πρέπει να παύση από του να κρατή και να ανυψώνη σε κάθε περίστασι το λάβαρο της πατριδολατρείας και της διαμαρτυρίας». Ο συγγραφέας στον επίλογο της περιεκτικής αριστοτεχνικής του μελέτης, μνημονεύοντας την έκφραση της ευγνωμοσύνης του ποιητή προς την Κύπρο που  τίμησε με πανηγυρικούς εορτασμούς την πεντηκονταετηρίδα του το 1926, μας μεταφέρει το σοφό παράγγελμα του Παλαμά, που απηχεί περισσότερο παρά ποτέ σήμερα πιο εύγλωττα και επιτακτικά: «Αυτό θα ήταν το ιδεώδες, αν ο κόσμος αυτός μπορούσε να τα εφαρμόζη τα ιδανικά, κι όχι μονάχα να τα ονειροπολή».
Στο Β΄ μέρος του βιβλίου ενσωματώνονται τα έξι γράμματα του Παλαμά προς την Μαρίαν Ελευθερίου (Γκαφφιέρο), τα τρία εκ των οποίων και σε αυτόγραφη μορφή, που προτάσσονται των επιστολών, γραμμένων από τον Σεπτέμβριο του 1923 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1925, καθώς και τέσσερα γράμματα προς τον Σίμον Μενάρδον, που εκτείνονται χρονικά από τον Αύγουστο του 1921 έως τον Φεβρουάριο του 1929. Από το πολύτιμο αυτό επιστολικό αρχείο καταγράφονται χρήσιμες πληροφορίες όχι μόνο ως προς τη συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση του ποιητή κατά την περίοδο εκείνη, την πνευματική ατμόσφαιρα της εποχής στην Αθήνα και την Κύπρο και κάποια ελλαδικά πανεπιστημιακά δρώμενα, αλλά και αποτιμήσεις του ποιητή για ορισμένα έργα του. Ενδεικτικά, προς το τέλος του Στ΄ γράμματος σημειώνει: «Τα καλύτερα κομμάτια του βιβλίου [Πεντασύλλαβοι] είναι, υποθέτω, η πρώτη σειρά των “Παθητικών κρυφομιλημάτων”».
Στο Γ΄ μέρος, που τεκμηριώνει το Α΄ μέρος της μελέτης του Πάτροκλου Σταύρου, συγκεντρώνονται τα κείμενα, που είτε έχουν αναφερθεί ως τίτλοι είτε έχουν ακροθιγώς σχολιαστεί, επισημαίνοντας τις περί Κύπρου μονολεκτικές ή εκτενέστερες αναφορές. Στο μέρος αυτό, που αριθμεί και τις περισσότερες σελίδες, αφήνεται να ακουστεί η φωνή του ποιητή, που μας κάνει με τα όσα ενδιαφέροντα, γνώριμα ή λησμονημένα μας θυμίζει, να την αφουγκραστούμε μέσα από τους μελωδικούς κραδασμούς και τα εξαίσια ποιητικά της σκιρτήματα, καθώς και τον πλούτο των γνώσεων μαζί με τις ευθύβολες παρατηρήσεις και τις οξυδερκείς του κρίσεις πάνω σε κυπριακά θέματα και κείμενα. Εκτός από τα ποιήματα και τα γράμματα προς φίλους του ποιητή και προς οργανωμένα σύνολα, παρατίθενται ολοκληρωμένα είτε αποσπασματικά άρθρα χρονογραφήματα μελέτες, που όχι απλώς μαρτυρούν, αλλά και υπογραμμίζουν με τον εμφαντικότερο τρόπο την πηγαία Κυπρολατρία του Παλαμά ως αδιάσπαστο ομφάλιο λώρο της Ελληνολατρίας του και μάλιστα σε κορυφαίες στιγμές των σύσσωμων αγώνων του έθνους. Ενδεικτικό παράδειγμα ένα απόσπασμα από άρθρο του, γραμμένο το 1908 και αναδημοσιευμένο στην εφημερίδα Αλήθεια της Λεμεσού το 1938 και που δεν θα μπορούσε παρά να μας μεταδώσει σήμερα τις πιο καίριες υποδείξεις: «Στη γλώσσα του Κυπριώτη λαού νομίζω πως απόμεινε τόνομα Έλλην με τη σημασία του αντρειωμένου. Κι αλήθεια, χρειάζεται μια πνοή ηρωϊσμού να φυσήξη στες καρδιές των Ελλήνων, πέρα και πέρα. Και ηρωϊσμό λέγοντας εννοώ το θάρρος και την ενέργεια και τη δουλειά για την ιδέα, για την ιδέα που είναι αλήθεια και που είναι εθνοσώστρα, έξω από κάθε φανταστικό παραστράτισμα, έξω από τα μικροσυμφέροντα της τσέπης».
Ο Κωστής Παλαμάς, ο ποιητής του Δωδεκάλογου του Γύφτου, της Φλογέρας του Βασιλιά και των Τραγουδιών της πατρίδας μου, έπραξε στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στη μικρή μας πατρίδα, αφιερώνοντάς της το πιο γλυκό τραγούδι της αγάπης του μέσα από τους τρυφερούς του στίχους και τα ρωμαλέα του λυρικά κείμενα. Ο Πάτροκλος Σταύρου, ένας από τους λάτρεις και σημαντικούς μελετητές του Παλαμικού έργου έπραξε, επίσης, στο ακέραιο το καθήκον του απέναντι στον εθνικό ποιητή της Ρωμιοσύνης. Το έργο του Ο Παλαμάς και η Κύπρος δεν είναι μόνο ένα φωτεινό ορόσημο αναφοράς, αλλά και ανεκτίμητο κτήμα εσαεί, που μας καλεί επειγόντως να μελετήσουμε με καινούργια όραση τα μεγάλα οράματα του Κυπρολάτρη Ποιητή και τα αγέραστα οικουμενικά του μηνύματα.

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή             
                    
      
                       






[1] Βλ. Γεωργίου Σ. Ηλιάδη, Ο Παλαμάς και η Πάφος, Πάφος 1981.
[2] Ο τίτλος του βιβλίου συμπληρώνεται με τον υπότιτλο «Δέκα ανέκδοτα γράμματα του ποιητού», ενδεικτικό των ερευνητικών επισημάνσεων του συγγραφέα για ανέκδοτες πτυχές του Παλαμικού έργου. Προσδιορίζεται, επίσης, με ακριβολογικό και υπαινικτικό κατά προέκταση νόημα ως μελέτη η ειδολογική του κατάταξη, εφόσον οι 35 πρώτες σελίδες αποτελούν το αμιγές του μελέτημα «Ο Παλαμάς και η Κύπρος», ενώ τα άλλα κείμενα, ανέκδοτα ή δημοσιευμένα στα βιβλία του Παλαμικού corpus και εγκατεσπαρπένα στον ημερήσιο ή περιοδικό τύπο συνιστούν, όπως και ο συγγραφέας τονίζει στον πρόλογό του, πρόσφορες πηγές Παλαμικών μελετών.
[3] Ο Πάτροκλος Σταύρου υπήρξε ο πρώτος Κύπριος, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1969. Ήταν μαζί μια έμμεση επιβράβευση του Παλαμικού έργου και μια συνέχεια της βράβευσης του Παλαμά το 1925 με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών  της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας διορίστηκε μέλος το 1926, ενώ το 1929 εξελέγη πρόεδρός της.
[4] Βλ. εφ. Ο Φιλελεύθερος, 4 / 7 / 1968, σ. 3.
[5] Ο Ανδρέας Σοφοκλέους έχει εντοπίσει πρόσφατα
[6] Απ’ όλους τους ξένους ποιητές που μεταφράζει ο Κωστής Παλαμάς στο βιβλίο του Ξανατονισμένη Μουσική ο Sully Prudhomme κατέχει την πρώτη θέση, εφόσον μετέφρασε 30 ποιήματά του. Εξάλλου, ο Γάλλος Παρνασσιστής με την ελληνολατρία και τον φιλοσοφικό του στοχασμό ενέπνευσε στο Παλαμικό έργο γόνιμες επιδράσεις.